Εκλογές ΔΣΑ 2014

Aγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι,

Αντιλαμβάνομαι τη δυσπιστία που υπάρχει εκ μέρους σας, όποτε ένας υποψήφιος ζητά την εμπιστοσύνη σας κατά την προεκλογική περίοδο. Ειδικά την περίοδο αυτή, όπου η χώρα μας διέρχεται την μεγαλύτερη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, η δυσπιστία είναι πιο ισχυρή: αφενός η οικονομική ύφεση που έχει ως συνέπεια την συρρίκνωση της δικηγορικής ύλης, αφετέρου οι υπερβολικές αν όχι ευθέως παράλογες πιέσεις για «μεταρρυθμίσεις» και τάχα απελευθέρωση ενός καθόλα ανοικτού επαγγέλματος, όπως το δικηγορικό, δημιούργησαν ασφυκτική πίεση και αδιέξοδα τέτοια σ’ όλους τους συναδέλφους ώστε δικαιολογημένα δυσπιστούν σε οποιαδήποτε πρόταση επίλυσής τους. Εν μέσω της γενικής κρίσης, το δικηγορικό λειτούργημα αποτελεί στόχο πρωτοφανούς επίθεσης με συνδυασμένη αύξηση των φορολογικών βαρών και ασφαλιστικών εισφορών μας και ταυτόχρονη στοχοποίηση μας ως «φοροφυγάδων» ενώ οι περισσότεροι συνάδελφοι έχουν ελάχιστες παραστάσεις στα δικαστήρια και καμία απολύτως σε συμβόλαια.

Στα εικοσιένα, πλέον, χρόνια της παρουσίας μου στο Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. από τη θέση της Συμβούλου, Ταμία, Γενικής Γραμματέα και Αντιπροέδρου, η περίοδος της τελευταίας θητείας ήταν αναμφισβήτητα η πιο δύσκολη. Και αν τελικά αποφάσισα να εκτεθώ για ακόμη μία φορά στην κρίση σας, είναι επειδή ακριβώς αισθάνθηκα ότι μέσα στις σημερινές δυσκολίες ο Δικηγορικός Σύλλογος έχει ανάγκη τον συνδυασμό του «νέου αίματος» με την εμπειρία των παλαιοτέρων συναδέλφων που ασχολούνται με τα κοινά για την αντιμετώπιση των πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων που απασχολούν τον κλάδο μας.

Μόνο ο συνδυασμός των δύο μπορεί να δώσει το μείγμα μαχητικότητας και σύνεσης που χρειαζόμαστε προκειμένου να αποτρέψουμε τις ανατρεπτικές για το επάγγελμά μας και τον νομικό πολιτισμό της πατρίδας μας ζοφερές εισηγήσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο, έκρινα ότι πρέπει να προσπαθήσω να συνεχίσω, εάν με εμπιστευθείτε και πάλι. Αισθάνθηκα ότι η «ιδιώτευση» θα ήταν φυγομαχία. Ότι, ακριβώς επειδή τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα, πρέπει ο καθένας μας να επιμείνει στον αγώνα με όλες τις δυνάμεις του για την διεκδίκηση δίκαιων λύσεων. 

Η τρόικα και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διακατέχονται, δυστυχώς, από μία άκριτη θέση υπέρ μέτρων που διακονούν δήθεν την «απελευθέρωση» του δικηγορικού λειτουργήματος και των υπηρεσιών στην Εσωτερική αγορά ενώ στην πραγματικότητα το εξωθούν σε ευτελισμό. Είτε εξυπηρετώντας τον στόχο της οικονομικής ανάπτυξης, είτε λόγω τεχνοκρατικής μυωπίας επιχειρείται η μεταβολή της δικηγορίας σε απλό επάγγελμα παροχής υπηρεσιών υποταγμένο σε εταιρικά σχήματα μεικτού αντικειμένου ακόμη και με συμμετοχή μη επαγγελματιών κεφαλαιούχων! Σ’ αυτό το μέτωπο δίνουμε τη μάχη όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη, στους κόλπους του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE), όπου έχω την τιμή να είμαι επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας. Και αυτή τη μάχη, αγαπητοί φίλοι,  πρέπει να τη συνεχίσουμε με όλες τις δυνάμεις μας, και τελικά να την κερδίσουμε για να είναι η φωνή του δικηγόρου πιο δυνατή σε Ευρωπαϊκό επίπεδο προασπίζοντας τις αρχές που διέπουν το λειτούργημά μας. 

Οι προσπάθειές μας απέφεραν ήδη καρπούς, όπως ενδεικτικά τη διασφάλιση των ελαχίστων αμοιβών μας, τη μη μετακύλιση πολλών διαδικασιών στην αρμοδιότητα των Συμβολαιογράφων (συναινετικά διαζύγια, προσημειώσεις κ.λ.π.) και τη διασφάλιση πόρων για τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τους Δικηγορικούς Συλλόγους. Παράλληλα, στο πνεύμα της αντίστασης απέναντι στην υποβάθμιση της θεσμικής θέσης του δικηγόρου, αγωνιστήκαμε –και ελπίζω ότι συνέβαλα όσο μπορούσα- με την παρουσία του Συλλόγου μας σε όλα τα μείζονα νομικά πολιτειακά ζητήματα, υπογραμμίζοντας ότι ο Δ.Σ.Α. δεν είναι απλή επαγγελματική ένωση, αλλά βασικός πόλος υπεράσπισης των ελευθεριών του πολίτη, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  και των αρχών μιας ευνομούμενης πολιτείας. Η οικονομική κρίση, οι πιέσεις των δανειστών της χώρας αλλά και η ενδοτική ενίοτε στάση της ελληνικής κυβέρνησης δεν υποσκάπτουν μόνο τα δικηγορικά επαγγελματικά συμφέροντα, αλλά και τα δικαιοκρατικά θεμέλια που η χώρα έχει παλέψει πολλά χρόνια να κατοχυρώσει. Το δικηγορικό σώμα πρέπει να παραμείνει σε συναγερμό και σε αυτό το μέτωπο.

Η κρίση, ωστόσο, δεν επηρεάζει μόνο τη θεσμική και οικονομική θέση των δικηγόρων. Επηρεάζει και τη θέση του Συλλόγου απέναντι στα μέλη του. Ο Δ.Σ.Α., λόγω του αριθμού των μελών του, δεν ήταν ποτέ σε θέση να διανέμει στα μέλη του αξιόλογες οικονομικές παροχές αλληλοβοήθειας. Ήδη πριν από την κατάργηση της υποχρεωτικής παράστασης στα συμβόλαια, η κατάρρευση των πωλήσεων ακινήτων περιόρισε τα περιθώρια διανομής μερίσματος σε σημείο οιονεί μηδενισμού. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η προσφορά του Δικηγορικού Συλλόγου στα μέλη του – και δη στα νέα- δεν μπορεί να είναι οικονομική, αλλά υποστηρικτική σε υποδομές, στη διευκόλυνση άσκησης της δικηγορίας, στη συστηματική διοργάνωση επιμορφωτικών και ενημερωτικών σεμιναρίων, προκειμένου ο Έλληνας Δικηγόρος να είναι ανταγωνιστικός σε ένα ολοένα αυξανόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.  Σε αυτούς  τους  τομείς έγιναν ήδη πολλά, όπως ο εκσυγχρονισμός του ιστότοπου του Δ.Σ.Α., η ψηφιοποίηση της Βιβλιοθήκης, η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και η συνεργασία με τα Δικαστήρια για την καθαρογραφή αποφάσεων, η αποϋλοποίηση των γραμματίων αναφοράς και ενσήμων και –το κυριότερο- η δημιουργία του υψηλών προδιαγραφών Κέντρου Εκπαίδευσης διαμεσολαβητών-δικηγόρων «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ» για τη σωστή εκπαίδευση των μελών μας προκειμένου να εμπεδωθεί η αντίληψη της προσφυγής σε εναλλακτικές μορφές  επίλυσης διαφορών, όπως η Διαμεσολάβηση. Ο Συνδυασμός μας «Κοινωνία των Δικηγόρων» δεσμεύεται να δώσει έμφαση σε κάθε καινοτομία τόσο για την βελτίωση της καθημερινότητας του δικηγόρου, όσο και για την επιστημονική του στήριξη σ’ ένα περιβάλλον γνωστικών προκλήσεων.

Ζούμε εποχή μεγάλων δυσκολιών και μειωμένων προσδοκιών. Έκρινα ότι πρέπει να είμαι ενεργά παρούσα και στο επόμενο κεφάλαιο του αγώνα μας για τη διασφάλιση του θεσμικού μας κύρους και της επαγγελματικής μας αξιοπρέπειας.

Ευχαριστώντας σας εκ βαθέων για την πολυετή εμπιστοσύνη σας, παίρνω το θάρρος να ζητήσω την ανανέωσή της. Θα είναι για μένα  μέγιστη τιμή και ευθύνη.
 
Με Εκτίμηση,
Ιωάννα Χρ. Καλαντζάκου-Τσατσαρώνη