«Να κάνουμε τη χώρα μας ελκυστική για τα παιδιά της»

Με την προϋπόθεση ότι «το δικηγορικό σώμα έχει από τη φύση του ιδιαίτερη ευαισθησία στην προάσπιση των ατομικών ελευθεριών και της συνταγματικής λειτουργίας των θεσμών», η τέως αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Ιωάννα Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη, πιστεύει πως το «πέρασμά» της στην πολιτική, με την υποψηφιότητά της στον Βόρειο Τομέα με τη ΝΔ, αποτελεί ένα φυσικό επακόλουθο. Και στην αποκλειστική της συνέντευξη στην εφημερίδα μας, η Ιωάννα Καλαντζάκου εξηγεί τους λόγους για το πώς η αγωνία της για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα τα τέσσερα τελευταία χρόνια έδωσε τη σειρά της στην προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά της, για τους επιστήμονες επαγγελματίες, για όλους τους εργαζόμενους Έλληνες, αλλά και για το κράτος δικαίου «που η παρούσα κυβέρνηση ναρκοθετεί συστηματικά» τα τελευταία χρόνια.

Για τον λόγο αυτό, η Ιωάννα Καλαντζάκου δίνει τους τρόπους που η Νέα Δημοκρατία βλέπει το μέλλον, κάνοντας τη χώρα μας «ελκυστική για τους επενδυτές – και ιδίως για τα ξένα κεφάλαια, αφού οι Έλληνες είμαστε εξαντλημένοι από την υπερφορολόγηση και τη μείωση του εισοδήματος», θεωρώντας ότι «αυτό θα επιτευχθεί με μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, με επιτάχυνση της αδειοδότησης των επενδυτικών σχεδίων, με αποκατάσταση της αποτελεσματικής και αξιοκρατικής λειτουργίας του Δημοσίου…». Και όλο αυτό, όπως η ίδια επισημαίνει, με στόχο «τη μείωση μετανάστευσης και της υπογεννητικότητας» που «αποτελούν εθνικούς κινδύνους», καταλήγοντας με το ότι «αν δεν συνειδητοποιήσουμε τη σοβαρότητά τους, θα καταλήξουμε μια μικρή αδύναμη χώρα ηλικιωμένων»!

Είστε γνωστή δικηγόρος επί πολλά χρόνια. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τα κοινά;

Το 1990, όταν πρώτη φορά εκλέχτηκα μέλος του Δ.Σ. του πρώτου επιστημονικού συλλόγου της χώρας, του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ως πολύ νέα δικηγόρος τότε, ήθελα να συμβάλω στη βελτίωση των συνθηκών άσκησης της δικηγορίας, ιδιαίτερα για τους νέους και τις μητέρες συναδέλφους μου. Η εκλογή μου και η ενασχόλησή μου με τα κοινά του Δικηγορικού Συλλόγου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, με κράτησαν στον δικηγορικό συνδικαλισμό μια 25ετία. Η εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος έχει άμεση σχέση με την πολιτική, όχι μόνο επειδή ορισμένες κυβερνητικές επιλογές θίγουν την αξιοπρεπή άσκηση της δικηγορίας, αλλά και επειδή το δικηγορικό σώμα έχει από τη φύση του ιδιαίτερη ευαισθησία στην προάσπιση των ατομικών ελευθεριών και της συνταγματικής λειτουργίας των θεσμών. Κι αυτό, γιατί οι εκπρόσωποι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών δεν περιορίζονται σε αμιγώς συνδικαλιστικά έργα, αλλά εκφράζουν τη θέση τους σε ευρύτερα κοινωνικά, θεσμικά, συνταγματικά και πολιτικά θέματα.

Η μετάβαση, δηλαδή, στον πολιτικό στίβο ήταν φυσικό επακόλουθο;

Η δικηγορία η ίδια και ο δικηγορικός συνδικαλισμός ακόμη περισσότερο καλλιεργούν το ενδιαφέρον για την πολιτική. Χρειάζεται, όμως, ένα πρόσθετο ερέθισμα για να αποφασίσει κανείς να θυσιάσει πολύτιμο επαγγελματικό και προσωπικό χρόνο ασχολούμενος με την πολιτική. Στην περίπτωσή μου, αυτό το ερέθισμα ήταν η αγωνία για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, κυρίως μετά τον εκτροχιασμό της τελευταίας τετραετίας, όταν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανέτρεψαν τη σταθεροποίηση και επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη. Αγωνιώ για τον τόπο, για τα παιδιά μου, για το μέλλον. Αγωνιώ για τους επιστήμονες επαγγελματίες, αλλά και για όλους τους εργαζόμενους Έλληνες, που βλέπουν τον κόπο και τις προσπάθειές τους να τιμωρούνται. Αγωνιώ για το κράτος δικαίου που η κυβέρνηση ναρκοθετεί συστηματικά. Για τους λόγους αυτούς θεώρησα ότι, λόγω της επαγγελματικής και συνδικαλιστικής εμπειρίας μου, μπορώ αυτή την αγωνία να τη μεταφράσω σε προσφορά, συμβάλλοντας στη βελτίωση των πραγμάτων.

Δεν θεωρείτε ότι η χώρα, όσα λάθη και αν έγιναν το 2015, έχει επιστρέψει ήδη στην ανάπτυξη και την κανονικότητα;

Το 2015 δεν έγιναν απλώς «λάθη». Συντελέστηκε ένα οικονομικό έγκλημα σε βάρος της χώρας. Η Ελλάδα επιβαρύνθηκε με πρόσθετο χρέος και ζημία άνω των εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ. Έκλεισαν οι τράπεζες και χρειάστηκαν νέα ανακεφαλαιοποίηση. Επιβλήθηκαν capital controls που δεν έχουν αρθεί ακόμη, ύστερα από τέσσερα χρόνια. Υπό το βάρος αυτής της ζημιάς, η χώρα έπρεπε να είχε υιοθετήσει έκτοτε εντελώς διαφορετική οικονομική πολιτική, ελκυστική για τις επενδύσεις και εστιασμένη στην ανταγωνιστικότητα. Δεν το έκανε. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται στην εντατική. Όπως είδαμε με τις εκδόσεις του πενταετούς και του δεκαετούς ομολόγου, δανειζόμαστε ακριβότερα από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης, ακριβότερα ακόμη και από το 2009: το spread των ελληνικών ομολόγων από τα γερμανικά κινείται μεταξύ 3,50  -3,70%, ενώ το 2009 ήταν 2,80% και το 2006 λιγότερο από 0,50%. Το δε δημόσιο χρέος της χώρας μας αυξήθηκε κατά 30,2 δισ. ευρώ μέσα σε ένα μόλις χρόνο, από το 2017 μέχρι το 2018, έπειτα από εννέα χρόνια μνημονίων και ξεπουλήματος των περιουσιακών στοιχείων της χώρας.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), που περιλαμβάνονται στο Δελτίο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η συνολική αξία του ακαθάριστου δημόσιου χρέους εκτοξεύθηκε στα 358,949 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2018, από 328,707 που ήταν στο τέλος του 2017. Η ανεργία, όμως, έχει μειωθεί. Στα χαρτιά. Τον Οκτώβριο, μόλις τέλειωσε η τουριστική περίοδος, χάθηκαν 120.000 θέσεις εργασίας, ενώ η μερική ή ευκαιριακή απασχόληση ξεπερνά το 55% των νέων προσλήψεων – το φθινόπωρο έφτασε το 62%. Ένας στους τρεις Έλληνες εργάζεται και από τους εργαζόμενους ένας στους τρεις αμείβεται με 319 ευρώ τον μήνα.

Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων δεν εκτελείται, για να χρηματοδοτείται το «υπερπλεόνασμα» και να δίνονται επιδόματα με προεκλογική στόχευση. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου εξακολουθούν να υπερβαίνουν τα 2 δισ. ευρώ, ενώ έπρεπε να έχουν διακανονισθεί από τον περασμένο Αύγουστο. Η δε κυβέρνηση συνεχίζει να καθυστερεί τις συμφωνημένες από την ίδια μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και η δόση του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Αυτό δεν είναι κανονικότητα, είναι καταστροφή.

Και τι διαφορετικό μπορεί να κάνει η Νέα Δημοκρατία; Δεν είναι μονόδρομος όλα αυτά, εξαιτίας της υπερχρέωσης της χώρας και της στάσης των δανειστών;

Όχι. Δεν υπάρχουν, φυσικά, μαγικές λύσεις που θα μας ξαναφέρουν μέσα σε μια βραδιά στο 2007. Δεν είναι, όμως, μονόδρομος να λες συνεχώς ψέματα στους πολίτες. Δεν είναι μονόδρομος να ναρκοθετείς τις επενδύσεις. Δεν είναι μονόδρομος να καθυστερείς τις μεταρρυθμίσεις που συμφώνησες. Και, βέβαια, δεν είναι μονόδρομος να αποστραγγίζεις την οικονομία από κεφάλαια με εξοντωτικούς φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, για να προσλαμβάνεις ημετέρους και να δίνεις εφάπαξ επιδόματα μήπως ξεγελάσεις τους ψηφοφόρους. Όλες οι εκθέσεις διεθνών φορέων και οργανισμών υπογραμμίζουν το πλήγμα που έχει φέρει η υπερφορολόγηση στην οικονομία – μόλις προ ημερών το επισήμανε και η Κομισιόν, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας.

Η Νέα Δημοκρατία δεν υπόσχεται ανεδαφικά πράγματα. Έχει παρουσιάσει πρόγραμμα με πλήρως κοστολογημένα μέτρα. Λέει την αλήθεια στον ψηφοφόρο. Η Ελλάδα πρέπει να γίνει χώρα ελκυστική για τους επενδυτές – και ιδίως για τα ξένα κεφάλαια, αφού οι Έλληνες είμαστε εξαντλημένοι από την υπερφορολόγηση και τη μείωση του εισοδήματος. Αυτό θα επιτευχθεί με μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, με επιτάχυνση της αδειοδότησης των επενδυτικών σχεδίων, με αποκατάσταση της αποτελεσματικής και αξιοκρατικής λειτουργίας του Δημοσίου, που σήμερα δεν υπηρετεί τον πολίτη, όπως είναι ο θεσμικός στόχος του, αλλά τις κυβερνητικές πελατειακές «ανάγκες».

Κατά την κυβέρνηση, η πολιτική που ευαγγελίζεται Ν.Δ. είναι νεοφιλεύθερη και θα επιφέρει περικοπές στο κοινωνικό κράτος. 

Ποιο κοινωνικό κράτος; Το σημερινό, όπου η δημόσια υγεία πάσχει από ελλείψεις, όπου τα πανεπιστήμια αφήνονται στο έλεος διαφόρων αναρχικών και παρανόμων, όπου το αφορολόγητο μειώνεται συνεχώς, όπου ταλαντούχοι και σπουδασμένοι νέοι φεύγουν στο εξωτερικό κατά κύματα; Αυτή η φυγή είναι ένα οδυνηρό «δημοψήφισμα», αν μου επιτρέπετε τη λέξη, για το ότι η χώρα μας δεν είναι ελκυστική ούτε για τα παιδιά της. Για να οικοδομηθεί κοινωνικό κράτος, πρέπει να αυξηθεί η διαθέσιμη συνολική πίτα, το εθνικό εισόδημα – και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ένα επενδυτικό κύμα. Η δε Νέα Δημοκρατία δίνει στο πρόγραμμά της ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνική διάσταση των κρατικών δαπανών, αλλά και στην κατοχύρωση της ισότητας ευκαιριών και της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής.

Είπατε για τους νέους που έφυγαν στο εξωτερικό. Η Ελλάδα έχει γνωρίσει πολλά κύματα εξωτερικής μετανάστευσης στην ιστορία της. Είναι αυτό που συμβαίνει τώρα κάτι ανησυχητικότερο;

Παρατηρούμε μετανάστευση νέων με αξιόλογες σπουδές και ειδικευμένων επιστημόνων. Αυτό στερεί τη χώρα από ανθρώπινο κεφάλαιο, σημαντικό όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τη διατήρηση του Ελληνισμού. Ως προς την οικονομία, ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης υπογράμμισε την περασμένη εβδομάδα ότι το εργατικό δυναμικό της χώρας έχει μειωθεί και ποσοτικά και ποιοτικά. Ως προς την επιβίωση του έθνους μας, η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας πρέπει να αποτελεί σήμα συναγερμού. Πρέπει να κρατήσουμε τους νέους στον τόπο μας, αλλά και να τους ενθαρρύνουμε να κάνουν οικογένειες. Η μετανάστευση και η υπογεννητικότητα αποτελούν εθνικούς κινδύνους. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε τη σοβαρότητά τους, θα καταλήξουμε μια μικρή αδύναμη χώρα ηλικιωμένων.

Συνέντευξη στον Τάσο Μεργιάννη και τo amarysia.gr