Η φοροδιαφυγή ως αυτόφωρο έγκλημα – Ομιλία στο Ε.Β.Ε.Α 2010

Το σκέλος των ποινικών ευθυνών των υπευθύνων υπερχρεωμένων μονάδων αποτελεί μόνο του θέμα ιδιαίτερης μελέτης, καθώς μάλιστα συνδέεται με την όλη αντίληψη για τα οικονομικά αδικήματα και την τάση να επιλέγεται η εύκολη λύση της ποινικοποίησης της καθυστέρησης καταβολής χρεών με αδικήματα «τυπικής» αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, που προβλέπουν βαρειές ποινές ανεξάρτητα από τη συνδρομή σκοπού υπεξαίρεσης, πλουτισμού του επιχειρηματία ή διαχειριστικών ατασθαλιών του. Τα αδικήματα αυτά δεν έχουν συνήθως απαξία τέτοια, ώστε να δικαιολογείται η βαρύτητα των ποινών τους – σε σύγκριση μάλιστα με άλλα, που τιμωρούνται ελαφρότερα ενώ μπορεί να θίγουν τη σωματική ακεραιότητα ή την υγεία του θύματος. Θα έλεγε κανείς ότι ηθικό στήριγμα των σχετικών διατάξεων είναι η συνολική, η αθροιστική απαξία των παραβάσεων και όχι, όπως πρέπει να συμβαίνει στο ποινικό δίκαιο, η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κάθε συγκεκριμένου δράστη. Λίγοι π.χ. θα δέχονταν ότι πρέπει να τιμωρείται με φυλάκιση όποιος καθυστερεί να πληρώσει βεβαιωμένο στο Δημόσιο Ταμείο φόρο, όταν δεν έχει αποκρύψει την οφειλή του. Το επαχθές όμως αποτέλεσμα της συνολικής φοροδιαφυγής για το Δημόσιο κάμπτει τη στάση αυτή παρέχοντας ηθικό στήριγμα στις δρακόντειες διατάξεις: ας τιμωρηθούν και μερικοί «αθώοι», αν έτσι μπορεί να αναχαιτισθεί η ασυδοσία των ενόχων.

Αν μπορεί να πει κανείς μία γενική εισαγωγική διαπίστωση για την ποινική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής από το ελληνικό κράτος, είναι ότι η όλη νοοτροπία της παραβιάζει τη θεμελιακή παραδοχή κάθε δημοκρατικής και φιλελεύθερης πολιτείας: αντιμετωπίζει τον άνθρωπο όχι ως υποκείμενο, αλλά ως αντικείμενο. Οι διώξεις και θεατρικές συλλήψεις των διωκομένων για φοροδιαφυγή παραμερίζουν την αληθινή ατομική ευθύνη καθενός κατηγορουμένου και χρησιμοποιούν τη διαπόμπευσή του ως εργαλείο εκφοβισμού των υπολοίπων, αλλά και ως μηχανισμό προβολής εντυπώσεων προς το κοινό ότι δεν περικόπτονται μόνο μισθοί και συντάξεις, αλλά φυλακίζονται και …πλούσιοι.

Σε μία σύντομη ανασκόπηση των ποινικών διατάξεων για τη φοροδιαφυγή, υπενθυμίζω ότι διώκονται:

  • Όποιοι δήλωσαν ανακριβώς εισόδημα για πλημμέλημα και, αν το ποσό φόρου εισοδήματος που έχουν αποφύγει ξεπερνά τις 150.000 ευρώ ανά χρήση, για κακούργημα.
  • Όποιοι δήλωσαν ανακριβώς ΦΠΑ ή άλλους παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, όπως κυρίως φόρο μισθωτών υπηρεσιών, για πλημμέλημα και, αν το ποσό φόρου που έχουν αποφύγει ξεπερνά τις 75.000 ευρώ ανά χρήση, για κακούργημα.
  • Όποιοι εξέδωσαν πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία για πλημμέλημα και, αν η αξία τους υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, για κακούργημα.
  • Εκτός αυτών των αδικημάτων, που ενέχουν έστω ένα στοιχείο έντονης παράβασης, δηλαδή την ανακριβή δήλωση ή την πλαστότητα, διώκεται και όποιος απλώς καθυστερεί την καταβολή υποχρεώσεών του προς το Δημόσιο, ακόμη και αν τις έχει δηλώσει ο ίδιος πλήρως, ακόμη και αν έχει εμφανή περιουσία που το Δημόσιο μπορεί να πλειστηριάσει. Η σχετική δίωξη είναι πλημμεληματική, εάν όμως το συνολικό χρέος ξεπερνά τις 150.000 ευρώ η επιβαλλόμενη ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.

Παράλληλα με αυτό το πλαίσιο ποινών, που σημαίνει στην πράξη ότι ενδέχεται κάποιος να τιμωρηθεί για φοροδιαφυγή με ποινή ανώτερη από αυτήν που θα τιμωρούνταν για … ένοπλη ληστεία, ο Έλληνας νομοθέτης εμπνεύσθηκε, ειδικά για τα αδικήματα φοροδιαφυγής, και την αλλοίωση της έννοιας του αυτοφώρου αδικήματος. Με τον νόμο 3943/2011 άρθρο 3)  ορίσθηκε ως χρόνος τέλεσης των αδικημάτων φοροδιαφυγής το διάστημα από τον χρόνο που όφειλε για πρώτη φορά να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Ώστε, ενώ για έναν διαρρήκτη το αυτόφωρο παρέρχεται εντός του επομένου από την πράξη 24ώρου, για κάποιον που υπέβαλε ανακριβώς δήλωση ΦΠΑ και οφείλει 4.000 ευρώ το αυτόφωρο διαρκεί είκοσι μήνες…

Δεν θέλω να απασχολήσω με νομοτεχνικές λεπτομέρειες το σημερινό μας κοινό, αρμόζει όμως να πει κανείς ότι με τη ρύθμιση αυτή παραβιάζονται ορισμένες βασικές αντιλήψεις του ποινικού δικαίου. Ενδεικτικά:

Κατασκευάζεται ένα οιονεί διαρκές έγκλημα, ενώ το τελευταίο προϋποθέτει παρατεινόμενη συμπεριφορά του δράστη που εδώ δεν υφίσταται. Μία φορά υποβάλλει κανείς δήλωση, ακριβή ή ανακριβή, δεν πρόκειται για μία συμπεριφορά που συνεχίζεται, όπως π.χ. η παράνομη κατακράτηση.

Ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος διαστέλλεται από αυτόν της έναρξης παραγραφής, η οποία αρχίζει είτε με την οριστικοποίηση της φορολογικής γραφής είτε, αν ασκηθεί προσφυγή, με την τελεσίδικη κρίση των διοικητικών δικαστηρίων. Έτσι, αν σε κάποιον βεβαιωθεί ΦΠΑ άνω των 75.000 και ο φορολογούμενος ασκήσει προσφυγή, γίνεται αμέσως μηνυτήρια αναφορά και ασκείται δίωξη, με αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή και το αυτόφωρο, ενώ η παραγραφή …δεν έχει ακόμη αρχίσει – θα αφετηριασθεί με την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.

Δεν προβλέπονται αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των υποθέσεων στις οποίες θα εφαρμοστεί στην πράξη η αυτόφωρη διαδικασία, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η υποψία ότι η επιλογή αυτή γίνεται με βάση τις εντυπώσεις και την προβολή των συλλήψεων στα μέσα ενημέρωσης.

Αποσυνδέεται εντελώς το αυτόφωρο από τη θεμελιώδη έννοιά του – την καταδίωξη δηλαδή του δράστη για εντελώς πρόσφατο έγκλημα ή τη σύλληψή του με ίχνη πρόσφατου εγκλήματος. 

Η αποσύνδεση αυτή γίνεται χωρίς κανέναν αντικειμενικό δικαιοκρατικό λόγο, αφού η κοινή εμπειρία μαρτυρά ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι ύποπτοι φοροδιαφυγής εμφανίζονται στις δικαστικές αρχές και εκπροσωπούνται ενώπιόν τους όποτε καλούνται από αυτές, ώστε να μην απαιτούνται ούτε συλλήψεις, ούτε χειροπέδες. Αλλά, βέβαια, η εμφάνιση κατόπιν κλήτευσης δεν προσφέρεται για εντυπωσιακές ανακοινώσεις, φωτογραφίες και ελαφρώς ανθρωποφαγικά δημοσιεύματα.

Με τον τρόπο αυτό, το αυτόφωρο έρχεται να αθροισθεί ως πρόσθετο προβληματικό στοιχείο από άποψη δικαίου σε άλλα εντόνως άδικα χαρακτηριστικά των ποινικών διώξεων της φοροδιαφυγής. Μεταξύ των τελευταίων σημειώνονται ενδεικτικά τα εξής:

  • Η κλιμάκωση των ποινών στα σχετικά αδικήματα, ακόμη και η κρίσιμη διάκριση μεταξύ πλημμελήματος και κακουργήματος, γίνεται με αποκλειστικό κριτήριο το οφειλόμενο ποσόν. Το κριτήριο αυτό είναι ανεπαρκές ως μέτρο απαξίας της πράξης, καθώς μία μεγάλη επιχείρηση που αντιμετωπίζει προβλήματα θα οφείλει συνήθως μεγάλα ποσά ακόμη και αν έχει καταβάλει π.χ. το 80% των οφειλομένων φόρων, ενώ σε μία μικρή η δίωξη θα είναι ηπιότερη ακόμη και αν ο υπεύθυνός της έχει παρακρατήσει παράνομα το σύνολο του ΦΠΑ της χρήσης. Πέραν αυτού, δεν σταθμίζεται καθόλου ο ρυθμός πραγματικής είσπραξης των εσόδων των επιχειρήσεων: οι λιανοπωλητές μπορεί όντως να εισπράττουν το τίμημα και τον ΦΠΑ σε κάθε πώληση, στο χονδρεμπόριο όμως ο πολύμηνος διακανονισμός επιφέρει αδυναμία άμεσης απόδοσης και του ΦΠΑ αφού στην πραγματικότητα δεν εισπράττεται άμεσα με την τιμολόγηση.
  • Το Δημόσιο, το οποίο καθυστερεί ή και διαγράφει μονομερώς τις δικές του οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα, δεν αναγνωρίζει την οικονομική αδυναμία ως λόγο απαλλαγής των ιδιωτών. Η αναγνώριση του σχετικού ελαφρυντικού εναπόκειται στα δικαστήρια, τα οποία, υπό τον ορυμαγδό των δηλώσεων για τους ..ανάλγητους φοροφυγάδες, ρέπουν όλο και περισσότερο προς την αυστηρότητα.
  • Οι τακτικοί φορολογικοί έλεγχοι, βοηθούντος του αυστηρού και αναχρονιστικού Κ.Β.Σ., του οποίου συνεχώς εξαγγέλλεται η κατάργηση, είναι κοινό μυστικό πως οδηγούν συνηθέστατα σε διογκωμένες χρεώσεις λογιστικών διαφορών και προστίμων, η δικαστική αμφισβήτηση των οποίων είναι δυσχερέστατη, ενώ όσο εκκρεμεί βεβαιώνονται ποσοστά τάξεως 50% των επιβαλλομένων διογκωμένων φόρων.

Το συνολικό αυτό νομοθετικό καθεστώς παραβιάζει, άρα, τη νηφάλια στάθμιση της υπαιτιότητας του δράστη, που αποτελεί καίριο στοιχείο κάθε ποινικής αξιολόγησης, και πείθει πέραν αμφιβολίας ότι οι σχετικές διατάξεις μεταβάλλουν τον κατηγορούμενο σε αντικείμενο: διώκεται, συλλαμβάνεται και εκτίθεται όχι επειδή η στάθμιση της δικής του συμπεριφοράς δικαιολογεί κάτι τέτοιο, αλλά ως μάθημα και εντύπωση για το κοινό. Τούτο ισχύει ιδίως για τη θέσπιση του «παρατεταμένου αυτοφώρου», πλήρως αποσυνδεδεμένου από τη διάρκεια της πράξης και διαφορετικού απ’ ό,τι για κάθε άλλο αδίκημα. Για τον λόγο αυτό η διάταξη, εκτός από άδικη, είναι και αντισυνταγματική: Προσκρούει τόσο στο α. 7 παρ.1 του Συντάγματος, που προϋποθέτει τελούμενη πράξη για να υπάρχει έγκλημα, όσο και στο α. 2 παρ.1, αφού ο σεβασμός στην αξία του ανθρώπου δεν επιτρέπει τη μεταχείρισή του ως αντικειμένου. Τουλάχιστον έτσι δίδαξε σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο ο Καντ. Εκτός αν η τρόικα τον διέγραψε και αυτόν. Κι ας ήταν Πρώσος!

Ιωάννα Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη

Δικηγόρος

Αντιπρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων