Η εισαγωγή του θεσμού της αστικής πτώχευσης για φυσικά πρόσωπα χωρίς εμπορική ιδιότητα και η διεύρυνση και απλούστευση του θεσμού της απαλλαγής των πτωχών οφειλετών, εμπόρων και μη, από τα πτωχευτικά χρέη τους αποτελούν τις βασικότερες ίσως καινοτομίες του νέου πτωχευτικού δικαίου, που εισάγεται με τον ν. 4738/2020 για τη «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας».
Μελέτη για το νέο Πτωχευτικό, όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2021 του περιοδικού “Αρμενόπουλος”
1. Ηθική και οικονομική αιτιολόγηση της απαλλαγής
Το αίτημα να προβλεφθεί νομοθετικά η, υπό εύλογες προϋποθέσεις και σε σχετικά σύντομο διάστημα, απαλλαγή των πτωχευόντων από το βάρος των πτωχευτικών χρεών τους, αίτημα «περιπόθητο» κατά τον χαρακτηρισμό του Γ. Μιχαλόπουλου, κατέστη κοινοτική εντολή με την Οδηγία 1023/2019, όπως και η αιτιολογική έκθεση του ν. 4738/2020 αναφέρει, αποτελεί όμως ζητούμενο ετών. Το σχετικό αίτημα είχε –και έχει- διπλή αιτιολογία: αφενός ηθική, προκειμένου να «εξαλείφεται το στίγμα της επιχειρηματικής αποτυχίας», αφετέρου οικονομική και αναπτυξιακή, καθώς τα διαθέσιμα στοιχεία συνηγορούν στο ότι η παροχή της λεγόμενης «δεύτερης ευκαιρίας» σε άτομα, που περιήλθαν σε αφερεγγυότητα χωρίς δόλια πρόθεση, ενισχύει την επαναδραστηριοποίησή τους με σοβαρές πιθανότητες οικονομικής επιτυχίας και, άρα, θετικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
2. Επιρροή του δικαίου των ΗΠΑ. Ενωσιακό δίκαιο. Οδηγία 1023/2019
Ο θεσμός της απαλλαγής απέκτησε δυναμική σε μεγάλο βαθμό χάρη στην επιρροή του πτωχευτικού δικαίου των ΗΠΑ, το οποίο υπήρξε πρωτοποριακό στην πρόβλεψη διαδικασιών απαλλαγής του οφειλέτη από τα παλαιά χρέη του και, γενικότερα, στην ανάδειξη της προστασίας του οφειλέτη ως σκοπό της πτωχευτικής διαδικασίας σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου προτεραιότητα παρέμενε η κατοχύρωση των πιστωτών.
Tη θέσπιση της απαλλαγής συνέστησε στους νομοθέτες ήδη από το 2004 ο νομοθετικός οδηγός της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (Uncitral). Στο ενωσιακό δίκαιο, η Ανακοίνωση της Επιτροπής της 5.10.2007 COM(2007) 584 ανέφερε ρητά (παρ. 3.2.) ότι «θα πρέπει να προβλέπεται στο πτωχευτικό δίκαιο έγκαιρη απαλλαγή από τα υπολειπόμενα χρέη, με την προϋπόθεση ότι θα πληρούνται ορισμένα κριτήρια», ενώ η Σύσταση της Επιτροπής της 12.3.2014 ανέφερε (παρ. 30) ότι «οι αρνητικές επιπτώσεις της πτώχευσης στους επιχειρηματίες θα πρέπει να περιορίζονται ώστε να τους παρέχεται μια δεύτερη ευκαιρία. Οι επιχειρηματίες θα πρέπει να απαλλάσσονται πλήρως από τα χρέη τους που οδήγησαν σε πτώχευση, έπειτα από το αργότερο τρία έτη» καθώς και ότι (παρ. 31) «μετά τη λήξη της περιόδου απαλλαγής, οι επιχειρηματίες θα πρέπει να απαλλάσσονται από τα χρέη τους, χωρίς να απαιτείται καταρχήν η εκ νέου προσφυγή τους σε δικαστήριο.»
Η Οδηγία 1023/2019, με την οποία ο νέος ν. 4738/2020 εναρμονίζει το ελληνικό δίκαιο, επισήμανε την ανάγκη εναρμόνισης των εσωτερικών δικαίων των χωρών μελών της Ε.Ε. διαπιστώνοντας ότι «σε πολλά κράτη μέλη απαιτούνται περισσότερα από τρία χρόνια για να απαλλαγεί ένας αφερέγγυος αλλά έντιμος επιχειρηματίας από τα χρέη του και να πραγματοποιήσει ένα νέο ξεκίνημα», με αποτέλεσμα να ωθούνται οι επιχειρηματίες «να μετεγκατασταθούν σε άλλα κράτη προκειμένου να επωφεληθούν από ένα νέο ξεκίνημα σε εύλογο χρονικό διάστημα, με σημαντικό πρόσθετο κόστος τόσο για τους πιστωτές τους όσο και για τους ίδιους τους επιχειρηματίες». Οι μεγάλης διάρκειας ανικανότητες ή εκπτώσεις από δικαιώματα, που συχνά συνοδεύουν τις διαδικασίες απαλλαγής, θέτουν, κατά τη διαπίστωση της Οδηγίας, «φραγμούς στην ελευθερία ανάληψης και άσκησης μη μισθωτής επιχειρηματικής δραστηριότητας».
3. Η απαλλαγή στο ελληνικό πτωχευτικό δίκαιο πριν από τον ν. 4738/2020
Η πρόβλεψη για την απαλλαγή του εμπόρου-οφειλέτη στο ελληνικό πτωχευτικό δίκαιο εισήχθη, αν και με προϋποθέσεις που αναιρούσαν την πρακτική της χρησιμότητα, για πρώτη φορά με τον Πτωχευτικό Κώδικα (ν. 3588/2007, στη συνέχεια ΠτΚ) στην αρχική του μορφή του 2007. Μέχρι τότε, η απαλλαγή μπορούσε θεωρητικά να στηριχθεί στον διαχωρισμό της πτωχευτικής από τη μεταπτωχευτική περιουσία, που εισήχθη με το α. 2 ν. 635/1937. Παρότι, όμως, μερίδα της θεωρίας υποστήριξε ότι ο διαχωρισμός αυτός και η αδυναμία των πτωχευτικών πιστωτών να επιληφθούν και της τυχόν μεταπτωχευτικής περιουσίας ίσχυε και μετά την περάτωση της πτώχευσης, η κρατούσα γνώμη και η Νομολογία, αντλώντας επιχείρημα και από το ότι η κήρυξη του πτωχού ως συγγνωστού τον προστάτευε μόνο από την προσωπική κράτηση και όχι από την αναγκαστική εκτέλεση επί της περιουσίας του, έκριναν ότι η διάκριση μεταξύ πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας παύει με την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Απαλλαγή του πτωχού, άρα, δεν χωρούσε, καθώς και η μεταπτωχευτική περιουσία του ήταν υπέγγυα για τα πτωχευτικά χρέη του μετά την περάτωση της πτώχευσης.
Το ότι ο διαχωρισμός μεταξύ πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας, που διατηρήθηκε και επί ΠτΚ (α. 16 παρ. 1, 2), δεν συνδεόταν με απαλλαγή του οφειλέτη διευκρινίστηκε ρητά από τον Πτωχευτικού Κώδικα, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, με αυτόν εισήχθη για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο ο θεσμός της απαλλαγής ως εντελώς ανεξάρτητος από τον διαχωρισμό πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας. Η απαλλαγή, ήταν, συνεπώς, ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης του οφειλέτη από τα πτωχευτικά χρέη του, τα οποία ικανοποιούνταν αποκλειστικά από την πτωχευτική περιουσία. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις της απαλλαγής ήταν τόσο αυστηρές, ώστε, όπως σημειώνεται και στη συνέχεια, οι σχετικές ρυθμίσεις αποδείχθηκαν ατελέσφορες στην πράξη. Πράγματι, προϋπόθεση απαλλαγής κατά το α. 170 παρ. 5 ΠτΚ ήταν η αποκατάσταση του πτωχού, δηλαδή η πάροδος δέκα ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, και η απόφαση του Πτωχευτικού Δικαστηρίου να περατώσει την πτωχευτική διαδικασία, ενώ πρόσθετη προϋπόθεση ήταν να κηρυχθεί ο πτωχός συγγνωστός. Εάν και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις (αποκατάσταση, περάτωση της πτώχευσης και κήρυξη του πτωχού ως συγγνωστού) συνέτρεχαν, το Δικαστήριο είχε διακριτική εξουσία να απαλλάξει τον πτωχό από τα χρέη του εκτιμώντας ιδίως την οικονομική του κατάσταση. Το μακρό διάστημα για την αποκατάσταση και η ανάγκη τριών δικαστικών κρίσεων κατέστησαν την απαλλαγή, υπό την πρώτη αυτή θέσπισή της, θεωρητική δυνατότητα χωρίς πρακτική εφαρμογή εξαιτίας των αυστηρών προϋποθέσεων του νόμου.
Η οικονομική κρίση και ο πολλαπλασιασμός των εμπόρων που περιήλθαν εξαιτίας της σε κατάσταση αφερεγγυότητας ώθησαν τη «μνημονιακή» νομοθεσία σε διεύρυνση του θεσμού της απαλλαγής με τον ν. 4336/2015. Με αυτόν διατηρήθηκε μεν η απαλλαγή του α. 170 παρ. 5 ΠτΚ, εισήχθη όμως και παράλληλα και το νέο α. 170α ΠτΚ, που προέβλεπε ότι ο οφειλέτης – φυσικό πρόσωπο, που είχε κηρυχθεί συγγνωστός, απαλλασσόταν πλήρως από τις απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας με την παρέλευση τριών ετών από την κήρυξη της πτώχευσης. Η διάταξη αποσυνέδεσε την απαλλαγή του οφειλέτη από την ανάγκη ειδικής δικαστικής κρίσης περί απαλλαγής, εξακολούθησε όμως να προϋποθέτει την κήρυξη του πτωχού ως συγγνωστού. Ήταν, συνεπώς, αναγκαίο, προκειμένου να υπάρξει απαλλαγή του οφειλέτη, ή να χωρήσει παύση εργασιών της πτώχευσης και παρέμβαση του πτωχού στη σχετική δίκη με αίτημα την κήρυξή του ως συγγνωστού ή, στις περιπτώσεις που υπήρχε πτωχευτική περιουσία, να περατωθεί η πτώχευση με την εκποίηση της περιουσίας αυτής και τη διανομή του προϊόντος της εκποίησης στους πιστωτές, να λογοδοτήσει ο σύνδικος και να γνωμοδοτήσει η συνέλευση των πιστωτών περί του συγγνωστού του οφειλέτη, ο δε τελευταίος να κηρυχθεί συγγνωστός στη δίκη περί περάτωσης της πτώχευσης από το πτωχευτικό δικαστήριο, στο οποίο εισήγε την υπόθεση ο εισηγητής δικαστής. Με τους ρυθμούς της πτωχευτικής διαδικασίας στην πράξη, το αποτέλεσμα αυτό ήταν πολύ δύσκολο να επέλθει εντός τριετίας από την κήρυξη της πτώχευσης.
Ριζική αλλαγή του πλαισίου απαλλαγής επήλθε με τον ν. 4446/2016, που εισήγαγε τα νέα α. 168 και 169 ΠτΚ, τα οποία παραμένουν σε ισχύ μέχρι την κατάργησή τους από την έναρξη εφαρμογής του ν. 4738/2020 από την 1η Ιανουαρίου 2021. Με αυτήν τη νομοθετική αλλαγή, η αποκατάσταση καταργήθηκε και η απαλλαγή αποσυνδέθηκε (και) από την περάτωση της πτώχευσης. Κατά τη σχετική ρύθμιση, η απαλλαγή ζητείται με αίτηση του οφειλέτη μετά την πάροδο δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης ή μέχρι την περάτωσή της, αν τυχόν αυτή επέλθει νωρίτερα από την πάροδο της διετίας. Το δικαστήριο χορηγεί την απαλλαγή, εφόσον κρίνει τον οφειλέτη συγγνωστό, ώστε η δικαστική κρίση περί συγγνωστού και απαλλαγής κατέστη στην περίπτωση, με τον ν. 4446/2016, ενιαία στις περιπτώσεις υποβολής αιτήματος απαλλαγής. Ταυτόχρονα διευρύνθηκαν τα κριτήρια κήρυξης του πτωχού ως συγγνωστού, συμπεριλαμβάνοντας πλέον και τη συνεργασία του με τα όργανα της πτώχευσης, δηλαδή και τη στάση του μετά την κήρυξη της πτώχευσης.
Ως προς τους οφειλέτες, για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε μεν ότι βρίσκονται σε παύση πληρωμών και διέτασσε την εγγραφή τους στο ΓΕΜΗ και στα μητρώα πτωχεύσεων, αλλά απέρριπτε την αίτηση πτώχευσης ελλείψει περιουσίας ικανής για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας, ο μετέπειτα ν. 4549/2018 προέβλεψε (με προσθήκη δεύτερου εδαφίου στο α. 168 ΠτΚ, όπως διαμορφώθηκε με τον ν. 4446/2016) ότι δικαιούνται να ζητήσουν την απαλλαγή τους από τα πτωχευτικά χρέη μετά την πάροδο τριών ετών από την καταχώριση του ονόματός τους στο ΓΕΜΗ και στα μητρώα πτωχεύσεων. Και στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο ενέκρινε την απαλλαγή εάν έκρινε τον οφειλέτη συγγνωστό, όπως και παραπάνω.
Η ρύθμιση του ν. 4446/2016 αποτέλεσε σημαντική εξέλιξη, καθώς, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει τον πτωχό συγγνωστό, οφείλει πλέον να του χορηγήσει ολική απαλλαγή από τα πτωχευτικά χρέη κατά δέσμια κρίση και όχι κατά διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Και υπό το νέο αυτό νομοθετικό καθεστώς παρέμειναν, ωστόσο, εμπόδια στην πρακτική επέκταση της απαλλαγής. Ειδικότερα:
Πρώτον, η αναγκαστική προϋπόθεση της αίτησης του πτωχού να τύχει απαλλαγής από το δικαστήριο (κρινόμενος συγγνωστός) απέκλινε από την Σύσταση της Επιτροπής της 12.3.2014, κατά την οποία, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, η απαλλαγή του οφειλέτη πρέπει να επέρχεται «χωρίς να απαιτείται καταρχήν η εκ νέου προσφυγή σε δικαστήριο». Εφόσον απαιτείται δικαστική απόφαση περί απαλλαγής, αυτή δεν επέρχεται «καταρχήν» αυτοδίκαια μετά την πάροδο συγκεκριμένου –και σχετικά σύντομου– χρόνου από την κήρυξη της πτώχευσης.
Δεύτερον, κατά τη διάταξη του α. 169 παρ. 2 ΠτΚ, όπως διατυπώθηκε μετά τον ν. 4446/2016, η απαλλαγή δεν καταλάμβανε τις οφειλές από αδίκημα που τελέστηκε με δόλο ή βαριά αμέλεια. Η διάταξη αυτή ήγειρε –αυτονόητα- το ερώτημα αν από την απαλλαγή εξαιρούνταν το πλήθος των οφειλών, η μη πληρωμή των οποίων αποτελεί ποινικό αδίκημα κατά την ελληνική νομοθεσία, όπως οι ακάλυπτες επιταγές, οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, αλλά και οι οφειλές προς τους εργαζομένους (σε περίπτωση που εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο ή ομόρρυθμη εταιρεία). Ο Δ. Αυγητίδης σχολίασε εύστοχα ότι η υιοθέτηση αυτής της ερμηνείας θα εξαιρούσε από την απαλλαγή «την πλειονότητα των υποχρεώσεων ενός πτωχεύσαντα» και επέμεινε ότι η διάταξη αφορούσε μόνο τις οφειλές που αποτελούν «προϊόν πρωτογενούς αδικοπραξίας (π.χ. απάτη ή συκοφαντική δυσφήμηση) και όχι οφειλές, η μη εξόφληση των οποίων συνιστά αδίκημα». Η άποψη αυτή είναι ασφαλώς η ορθή, παρέμεινε όμως αμφίβολο αν η Νομολογία θα την υιοθετούσε. Το μικρό διάστημα που παρήλθε από την ισχύ του ν. 4446/2016 δεν άφησε περιθώρια να διαπιστωθεί η τελική νομολογιακή κατεύθυνση: το ζήτημα επιλύεται πλέον, σωστά, από τον ν. 4738/2020, όπως σημειώνεται στη συνέχεια.
4. H αστική αφερεγγυότητα
Το παραπάνω ιστορικό και οι ακόμη σήμερα εν ισχύι διατάξεις του ΠτΚ αφορούν αποκλειστικά την απαλλαγή του οφειλέτη-εμπόρου. Η απαλλαγή στις περιπτώσεις «αστικής αφερεγγυότητας» δεν ρυθμίστηκε από τον ΠτΚ, αλλά από τον ν. 3869/2010 («νόμος Κατσέλη»), που προέβλεπε τη δυνατότητα απαλλαγής από τα χρέη για υπερχρεωμένους οφειλέτες χωρίς πτωχευτική ικανότητα (δηλαδή χωρίς εμπορική ιδιότητα). Η δυνατότητα αυτή, όμως, ήταν εξαρτημένη όχι απλώς από την έκδοση δικαστικής απόφασης, αλλά και από τη δικαστική έγκριση ενός προγράμματος πληρωμών και ρευστοποίησης περιουσίας (με εξαίρεση την κύρια κατοικία), η πιστή εφαρμογή του οποίου ηδύνατο να οδηγήσει σε απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των χρεών του. Κατά συνέπεια, η απαλλαγή όχι μόνο δεν επερχόταν αυτοδίκαια μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου από τη δικαστική διακρίβωση της αφερεγγυότητας, αλλά τελούσε υπό την αίρεση τήρησης προγράμματος πληρωμών εκ μέρους του οφειλέτη. Και το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με τον νέο ν. 4738/2020, ο οποίος εισήγαγε στο ελληνικό δίκαιο την λεγόμενη «αστική πτώχευση» και ενοποίησε τις προϋποθέσεις απαλλαγής των οφειλετών ανεξάρτητα από την εμπορική τους ιδιότητα ή την έλλειψή της.
5. Η απαλλαγή του οφειλέτη κατά τον
ν. 4738/2020
Η ενιαία αντιμετώπιση της παύσης πληρωμών για όλα τα φυσικά πρόσωπα, εμπόρους και μη, αποτελεί μείζονα καινοτομία του νόμου 4738/2020 και σημαντικό νομοθετικό εκσυγχρονισμό, καθώς υπό το σημερινό οικονομικό περιβάλλον δεν συντρέχουν λόγοι διαφοροποίησης της αντιμετώπισης της υπερχρέωσης με κριτήριο την εμπορική ιδιότητα του υπερχρεωμένου προσώπου. Βάσει του α. 76 ν. 4738/2020 πτωχευτική ικανότητα έχουν, πλέον, όλα τα φυσικά πρόσωπα καθώς και τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, ενώ με προβλεπόμενο από τον νόμο προεδρικό διάταγμα μπορεί να αποδοθεί πτωχευτική ικανότητα και σε νομικά πρόσωπα που δεν επιδιώκουν μεν οικονομικό σκοπό, ασκούν όμως οικονομική δραστηριότητα.
Δεδομένου ότι η απαλλαγή του οφειλέτη εντάσσεται στις πτωχευτικές διατάξεις του ν. 4738/20, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις της είναι κοινές για επιτηδευματίες και μη, πράγμα που δεν αποτελούσε απλώς κατεύθυνση του ενωσιακού δικαίου, αλλά και δικαιοκρατική ρύθμιση. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση πολλαπλασίασε τους μη επιτηδευματίες οφειλέτες, που περιήλθαν σε παύση πληρωμών, ώστε ήταν εύλογο αίτημα να νομοθετηθεί μία διαδικασία απαλλαγής τους από το βάρος των χρεών του παρελθόντος χωρίς τις πολύπλοκες προϋποθέσεις του ν. 3869/2010 που ήταν προσανατολισμένος στη διάσωση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη.
Η «κεντρική ιδέα» της ρύθμισης του ν. 4738/2020 περί απαλλαγής, τα ειδικότερα σημεία της οποίας θα εκτεθούν στη συνέχεια, είναι ότι ο πτωχεύων οφειλέτης θέτει στη διάθεση των πιστωτών του το σύνολο της περιουσίας που του ανήκει κατά την κήρυξη της πτώχευσης (α. 92 παρ. 1). Στην περιουσία αυτή προστίθεται, υπό προϋποθέσεις, μέρος του μεταπτωχευτικού εισοδήματος του οφειλέτη μέχρι να επέλθει η απαλλαγή του (α. 92 παρ. 2). Η τελευταία επέρχεται καταρχάς αυτοδίκαια με την πάροδο τριών ή ενός έτους από την κήρυξη της πτώχευσης (α. 192). Δικαστική παρέμβαση προβλέπεται μόνο σε περίπτωση άσκησης προσφυγής οιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον -κατά κύριο λόγο των πιστωτών του πτωχού (α. 193).
Με τον τρόπο αυτό, ο ν. 4738/2020 θέτει την απαλλαγή του οφειλέτη και την παροχή σε αυτόν «δεύτερης ευκαιρίας» οικονομικής επαναδραστηριοποίησης ως βασικό σκοπό της πτωχευτικής διαδικασίας παράλληλα με εκείνον της ικανοποίησης των πτωχευτικών πιστωτών. Το χρονικό σημείο της απαλλαγής ορίζεται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την πτώχευση και η επέλευσή της δεν προϋποθέτει υποχρεωτική δικαστική κρίση, όπως η κήρυξη του οφειλέτη ως συγγνωστού.
Ο ν. 4738/20 διαφοροποιεί το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επέλευση της απαλλαγής ανάλογα με το ύψος της περιουσίας του οφειλέτη (συνδ. α. 192 παρ. 1, 2 και α. 92 παρ. 3). Εάν η πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του ή/και άλλα πάγια στοιχεία αξίας τουλάχιστον € 100.000 που καλύπτουν το 10% και πλέον των οφειλών του, η απαλλαγή επέρχεται μετά την πάροδο έτους από την κήρυξη της πτώχευσης. Εάν η πτωχευτική περιουσία δεν πληροί τα παραπάνω κριτήρια, ο οφειλέτης απαλλάσσεται μετά την πάροδο τριών ετών από την πτώχευση.
Το ως άνω περιουσιακό κριτήριο είναι σημαντικό όχι μόνο για τον χρόνο της απαλλαγής, αλλά και για το εάν ο πτωχός θα υποχρεούται να εισφέρει στην πτωχευτική περιουσία μέρος του μεταπτωχευτικού του εισοδήματος. Εάν ο οφειλέτης δεν έχει περιουσία που πληροί τα κριτήρια, τα οποία αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, εισφέρει στην πτωχευτική περιουσία το μέρος του εισοδήματός του που, αφαιρούμενων των φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, υπερβαίνει το όριο του ακατασχέτου εισοδήματος ή των εύλογων δαπανών διαβίωσης του α. 73 ν. 4389/2016 – όποιο από τα δύο είναι το μεγαλύτερο. Αντιθέτως, εάν η περιουσία του πληροί τα κριτήρια αξίας € 100.000 και κάλυψης του 10% των οφειλών του, ο οφειλέτης δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση, παρά μόνο κατά το μέρος που τα εισοδήματά του υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των εύλογων δαπανών διαβίωσης.
Σύμφωνα με το α. 192 παρ. 1 η απαλλαγή του οφειλέτη, εφόσον επέλθει, είναι πλήρης και αφορά κάθε οφειλή του κατά την κήρυξη της πτώχευσης προς όλους τους πιστωτές του, ανεξάρτητα από το αν αναγγέλθηκαν ή όχι. Ειδικά ως προς το Δημόσιο, ορίσθηκε ρητά (α. 194 παρ. 1) ότι τα χρέη κρίνονται με βάση τον χρόνο, στον οποίον ανάγεται η υποχρέωση, και όχι με βάση τον χρόνο βεβαίωσης, διευκρίνιση πολύ σημαντική ενόψει της καθυστέρησης των φορολογικών ελέγχων. Ο ν. 4738/20 διευκρίνισε και το ερώτημα που αναφέρθηκε παραπάνω ως προς τις οφειλές «από δόλο ή βαρεία αμέλεια»: κατά την ρητή διάταξη του α. 194 παρ. 1 δεν απαλλάσσονται μόνο οι οφειλές από δόλο ή βαρεία αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου. Επίσης δεν απαλλάσσονται οι οφειλές για διατροφή και οι οφειλές από αδικήματα του ν. 4557/18 για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
6. Η προσφυγή κατά της απαλλαγής
Όπως ήδη σημειώθηκε, η απαλλαγή του οφειλέτη χωρεί κατά τον ν. 4738/20 αυτοδίκαια χωρίς να απαιτείται δικαστική διάγνωση. Τούτο, όμως, ισχύει υπό την αίρεση ότι δεν θα ασκηθεί προσφυγή κατά της απαλλαγής από έχοντα έννομο συμφέρον (κυρίως από πιστωτές). Σε τέτοια περίπτωση, η απαλλαγή του οφειλέτη τίθεται υπό δικαστική κρίση, η οποία αποφασίζει με κριτήρια ανάλογα εκείνων του α. 167 παρ. 1 ΠτΚ περί συγγνωστού (όπως ισχύει μέχρι την 1.1.2021).
Η διάταξη του α. 193, που προβλέπει τους λόγους και τη διαδικασία της προσφυγής, πάσχει δυστυχώς από πλευράς νομοτεχνικής διατύπωσης, καθώς στην παρ. 1 του άρθρου αυτού προβλέπονται οι λόγοι, που πρέπει να επικαλείται ο προσφεύγων προκειμένου να είναι η προσφυγή παραδεκτή, δεν γίνεται όμως καμία αναφορά στο πότε η προσφυγή θα κρίνεται βάσιμη από το αρμόδιο πτωχευτικό Δικαστήριο.
Πράγματι, στο α. 193 παρ. 1 αναφέρεται ότι «η προσφυγή κατά της απαλλαγής ασκείται παραδεκτά στο πτωχευτικό δικαστήριο εφόσον ο προσφεύγων επικαλείται ότι η αδυναμία εκπλήρωσης την οποία διαπιστώνει η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκειά της, δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή ότι είτε εκκρεμεί ποινική δίωξη κατά του οφειλέτη για κάποια από τις πράξεις του ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου» (δηλ. για αδικήματα χρεοκοπίας ή ευνοϊκής μεταχείρισης πιστωτή) «ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης καταδολίευσης δανειστών, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα ή ότι έχει καταδικαστεί για κάποια από αυτές τις πράξεις.» Η αμέσως επόμενη παρ. 2 του αυτού α. 193 προβλέπει ότι το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει την υπόθεση ύστερα από έκθεση του εισηγητή-δικαστή, στην οποία καταχωρίζονται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών και αφού ακούσει τον σύνδικο. Στη συνέχεια της ίδιας παραγράφου προβλέπεται ότι «εάν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής» δύναται να θέσει προθεσμία στον πτωχό για την ικανοποίησή τους, να περιορίσει την απαλλαγή σε ορισμένα μόνο χρέη ή να επιμηκύνει την χρονική περίοδο, μετά την πάροδο της οποίας θα επέλθει η απαλλαγή.
Καθώς η διάταξη του α. 193 παρ. 1 δεν αναφέρει, όπως προαναφέρθηκε, προϋποθέσεις απαλλαγής, αλλά προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής, παρατηρείται ένα νομοτεχνικό κενό. Η μάλλον πρόδηλη ερμηνεία της βούλησης του νομοθέτη –αλλά και η τελολογική- είναι ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής του α. 193 παρ. 1 αποτελούν και τις «προϋποθέσεις απαλλαγής» του α. 193 παρ. 2: τα αναφερόμενα, άρα, στο α. 193 παρ. 1 ως προς την έλλειψη δόλου του οφειλέτη, τη συνεργασία του με τα όργανα της πτώχευσης και τη μη καταδίκη ή δίωξή του για τα εκεί αναφερόμενα αδικήματα (που αναφέρθηκαν ανωτέρω) αποτελούν και τα κριτήρια με τα οποία θα αποφασίσει περί της απαλλαγής ή μη το πτωχευτικό δικαστήριο.
Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι, σε αντίθεση με τη διάταξη του α. 167 ΠτΚ περί συγγνωστού και του α. 195 παρ. 2 ν. 4738/2020 περί απαλλαγής εκπροσώπων νομικού προσώπου, η διάταξη του α. 193 ν. 4738/2020 για την προσφυγή κατά της απαλλαγής φυσικού προσώπου δεν τάσσει εκ του νόμου κώλυμα στο δικαστήριο να εγκρίνει την απαλλαγή, ακόμη και αν ο οφειλέτης έχει υποπέσει σε κάποια από τις παραπάνω παραβάσεις του α. 193 παρ. 1. Η σχετική κρίση καταλείπεται από τον νομοθέτη στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, βασικό κριτήριο του οποίου πρέπει να είναι η ύπαρξη δόλου του οφειλέτη, η ένταση της δόλιας πρόθεσής του και η επίπτωση της πράξης ή παράλειψής του στη διακρίβωση ή και εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.
Η ορθή στάθμιση των κριτηρίων αυτών από τα δικαστήρια θα αποτελέσει κρίσιμη παράμετρο στην παροχή της δεύτερης ευκαιρίας, δεδομένου ότι, μετά την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ δόλιας και απλής χρεοκοπίας (ήδη από τον ΠτΚ), στο αδίκημα της χρεοκοπίας τυποποιούνται μεν και ενέργειες έντονης απαξίας, όπως η δόλια απόκρυψη πτωχευτικής περιουσίας ή η απομείωση του ενεργητικού ή διόγκωση του παθητικού, συμπεριλαμβάνονται όμως και πράξεις ή παραλείψεις που συχνά δεν οφείλονται σε δόλο, αλλά στις δυσχέρειες που επιφέρει η υπερχρέωση – και πάντως δεν «συσκοτίζουν» την περιουσιακή κατάσταση του πτωχού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα αδικήματα χρεοκοπίας της μη υποβολής φορολογικών δηλώσεων (α. 193 παρ. 1 ε) και της παράλειψης σύνταξης απογραφής ή ισολογισμού (α. 193 παρ. 1 στ), που λογίζονται αξιόποινες παραλείψεις ακόμη και αν δεν έχουν καμία επίπτωση στη διακρίβωση του πτωχευτικού ενεργητικού και παθητικού. Σχετική παρατήρηση είχε υποβληθεί κατά τη δημόσια διαβούλευση και κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, δυστυχώς όμως στο τελικό κείμενο του νόμου δεν διαφοροποιήθηκαν οι περιπτώσεις δόλιας συμπεριφοράς από τις παραπάνω ελάσσονος απαξίας παραβάσεις.
Εάν τέτοιες «τυπικές» παραβάσεις, που πληρούν την υπόσταση του αδικήματος της χρεοκοπίας, παρακωλύουν την απαλλαγή ακόμη και εάν η παράβαση δεν συμβάλλει σε απόκρυψη περιουσίας ή συγκάλυψη δολίων ζημιογόνων συναλλαγών του οφειλέτη, πολλοί πτωχεύοντες θα αποστερούνται τη «δεύτερη ευκαιρία» ακόμη και αν δεν έχει συντρέξει ο παραμικρός δόλος στην υπερχρέωσή τους. Η επιτυχία του ν. 4738/2020 εξαρτάται, άρα, στο σημείο αυτό από τη νομολογία και δη από το κατά πόσον τα δικαστήρια θα κρίνουν με βάση ουσιαστικά κριτήρια έντιμης διαχείρισης και όχι θεωρώντας ότι κάθε τυπική παράβαση κωλύει την απαλλαγή.
7. Η απαλλαγή εκπροσώπων νομικών προσώπων
Σημαντική καινοτομία του ν. 4738/2020 είναι και η διάταξη του α. 195 του ν. 4738/2020, που προβλέπει την απαλλαγή των εκπροσώπων νομικών προσώπων, ήτοι κυρίως εταιρειών, από οφειλές για τις οποίες έχουν εκ του νόμου αλληλέγγυα ευθύνη. Η απαλλαγή αυτή, πρέπει εξαρχής να σημειωθεί, δεν καταλαμβάνει οφειλές των εταιρειών που βαρύνουν και τους εκπροσώπους τους ατομικά λόγω παροχής προσωπικής εγγύησης (όπως κυρίως προς τράπεζες) ή αδικοπραξίας (όπως κυρίως η έκδοση ακάλυπτων επιταγών), αλλά μόνο τις οφειλές των νομικών προσώπων, για τις οποίες οι εκπρόσωποί τους ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκ του νόμου – και συγκεκριμένα βάσει των διατάξεων του α. 50 ν. 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το α. 34 ν. 4646/2019. Πρόκειται, άρα, για οφειλές προς το Δημόσιο και προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Σύμφωνα με το α. 195 ν. 4738/2020 οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων, τα οποία κηρύσσονται σε πτώχευση, απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, για τις οποίες έχουν αλληλέγγυα ευθύνη, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου και των αμέσως προηγουμένων 36 μηνών. Για παλαιότερες υποχρεώσεις, οι εκπρόσωποι δεν απαλλάσσονται, παρότι σε μεγάλο αριθμό εταιρειών, που τελικώς πτωχεύουν, προηγείται μακρόχρονο διάστημα προσπάθειας εξυγίανσης με ρυθμίσεις υποχρεώσεων προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς, ώστε κατά την κήρυξη της πτώχευσης να υπάρχουν υποχρεώσεις των οποίων η γέννηση ανατρέχει σε χρόνο απώτερο και της πενταετίας πριν από την πτώχευση. Η σχετική παρατήρηση υποβλήθηκε κατά τη διαβούλευση και τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, αλλά δεν έγινε δεκτή.
Η απαλλαγή των εκπροσώπων για τις παραπάνω υποχρεώσεις των νομικών προσώπων επέρχεται καταρχάς αυτοδίκαια με την πάροδο 36 μηνών από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης ή 24 μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, όποιο από τα δύο προηγηθεί χρονικά. Δικαστική παρέμβαση προβλέπεται και εδώ, όπως για τα φυσικά πρόσωπα, μόνο σε περίπτωση προσφυγής κατά της απαλλαγής από οιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον – κυρίως από πιστωτές του νομικού προσώπου.
Η διάταξη του α. 195 παρ. 2, που προβλέπει πότε γίνεται δεκτή η απαλλαγή από το δικαστήριο σε περίπτωση προσφυγής, δεν παρουσιάζει τα νομοτεχνικά κενά του α. 193, στα οποία αναφερθήκαμε, καθώς ορίζει ρητά ότι το δικαστήριο αποφαίνεται υπέρ της απαλλαγής εάν ο εκπρόσωπος επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά τη διάρκειά της, είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, δεν ευθύνεται για πράξη ή παράλειψη του άρθρου 127 και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του. Το δικαστήριο, όμως, έχει μικρότερα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στην κρίση των περιπτώσεων των εκπροσώπων ν.π. σε σχέση με τους πτωχούς-φυσικά πρόσωπα, καθώς, όπως ήδη σημειώθηκε και παραπάνω, για τους εκπροσώπους ν.π. προβλέπεται ότι «δεν απαλλάσσονται πλήρως αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις του Ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου του παρόντος ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα», ώστε το α. 195 παρ. 2 ανάγει την τυχόν καταδίκη για τα αδικήματα αυτά σε νομικό κώλυμα πλήρους απαλλαγής. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, το δικαστήριο διατηρεί δικαίωμα να αποφασίσει τη μερική απαλλαγή του οφειλέτη, εξαιρώντας από την απαλλαγή τις οφειλές με τις οποίες σχετίζεται άμεσα το αδίκημα για το οποία έχει καταδικαστεί.
Πέραν του κωλύματος αυτού, οι προϋποθέσεις απαλλαγής των εκπροσώπων είναι αυστηρότερες σε σχέση με εκείνες των φυσικών προσώπων και επειδή το δικαστήριο πρέπει, όπως αναφέρθηκε, να διαπιστώσει ότι ο εκπρόσωπος «δεν ευθύνεται για πράξη ή παράλειψη του άρθρου 127», δηλαδή ότι δεν καθυστέρησε υπαιτίως να υποβάλει αίτηση πτώχευσης δηλώνοντας την παύση πληρωμών της εταιρείας καθώς και ότι η περιέλευση της εταιρείας σε παύση πληρωμών δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του. Δεδομένου ότι η κρίση για τη συνδρομή ή όχι ευθύνης σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δυσχερής και προϋποθέτει αντίληψη των οικονομικών περιστάσεων και των επιχειρηματικών διλημμάτων, υπό τα οποία ενήργησαν οι εκπρόσωποι των εταιρειών, θα πρέπει και στο σημείο αυτό, όπως σημειώθηκε παραπάνω και για τον δόλο των φυσικών προσώπων, η νομολογία να επιδείξει ευρύτητα πνεύματος και να απορρίπτει την απαλλαγή μόνο σε περίπτωση δόλου ή ασύγγνωστης αμέλειας των εκπροσώπων. Αν κάθε καθυστέρηση υποβολής της αίτησης πτώχευσης (δήλωσης παύσης πληρωμών) παρακωλύει την απαλλαγή, η διάταξη του α. 195 θα κινδυνεύσει να έχει μειωμένη πρακτική εφαρμογή.
Σημειώνεται ότι τόσο στα φυσικά πρόσωπα όσο και στους εκπροσώπους, αν υπάρχει εκκρεμής δίωξη για κάποια από τις κρίσιμες πράξεις των α. 193 παρ. 2 και 195 παρ. 2, το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την περί απαλλαγής απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της διαδικασίας. Επίσης, όπως εύλογα ορίζεται από το α. 196, η απαλλαγή δεν κωλύει τη ρευστοποίηση των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, ακόμη και όσων, ενώ υπήρχαν κατά την κήρυξη της πτώχευσης, έγιναν γνωστά αργότερα, είτε επειδή απεκρύβησαν από τον οφειλέτη είτε επειδή από αμέλειά του δεν δηλώθηκαν άμεσα.
Επίλογος
Ως συμπέρασμα όσων εκτέθηκαν παραπάνω, ο ν. 4738/20 αποτελεί σημαντικό βήμα προς τον εκσυγχρονισμό του πτωχευτικού δικαίου και επειδή υιοθετεί την αστική πτώχευση, αλλά και επειδή απλουστεύει την απαλλαγή των υπερχρεωμένων οφειλετών – είτε αποβλέπουν σε «δεύτερη ευκαιρία» επανένταξης στον οικονομικό βίο, είτε προσδοκούν «συνταξιοδότηση» ελεύθερη από την ομηρία των χρεών του παρελθόντος. Όπως, όμως, εκτέθηκε στο άρθρο αυτό, η πρακτική επιτυχία του νέου νόμου θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τη στάση των δικαστηρίων. Εάν κάθε προσφυγή, ακόμη και «τυπική» (όπως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που ασκεί επί χρόνια το Δημόσιο σε κάθε υπόθεση, ακόμη και όταν έχει καταφανώς άδικο), παρακωλύει την απαλλαγή του οφειλέτη, ο ν. 4738/20 θα επιτύχει τον δικαιοπολιτικό του σκοπό σε πολύ μικρότερο βαθμό από τον προσδοκώμενο. Η νομολογία θα πρέπει να συμβάλει στην επιτυχή εφαρμογή του νέου νόμου.
Ιωάννα Καλαντζάκου-Τσατσαρώνη
Δικηγόρος, Μέλος ΔΣ Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων,
Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007