Ομιλία στο New York College

Στο Κέντρο Διπλωματίας και Πολιτικών Τεχνολογιών του Εκπαιδευτικού Ομίλου “NEW YORK COLLEGE”, πραγματοποιήθηκε ανοικτή συζήτηση με την παρουσία πλήθους φοιτητών και νέων, με θέμα την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία:

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,

Αφού ευχαριστήσω θερμά για την τιμητική πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνεται να συνομιλήσω σήμερα με νέους ανθρώπους που πιστεύουν στη δύναμη των θεσμών και σε ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα μας, θα ήθελα σας εκμυστηρευθώ τον βασικότερο φόβο μου.

Κάθε συζήτηση για το Σύνταγμα, τον ανώτατο καταστατικό χάρτη της Πολιτείας, είναι δεκτική εκτροπής προς την πολιτική εκμετάλλευση της συγκυρίας. Και αυτό είναι ένας μεγάλος κίνδυνος θεσμικής αρρυθμίας.

Γιατί δεν έχω παρά να συμφωνήσω με την εύστοχη επισήμανση του Ευάγγελου Βενιζέλου, ότι δηλαδή η συνταγματική αναθεώρηση υπερβαίνει τα στενά χρονικά αλλά και αξιολογικά όρια της στιγμής, και ανάγεται σε έναν πραγματικό διάλογο με την Ιστορία.

Όταν μιλάμε για το Σύνταγμα μιλάμε με όρους ιστορίας, και όχι με όρους συγκυρίας.

Δεν είναι μόνον η ιδεολογική φόρτιση των κοινωνικών αγώνων που διαμορφώνουν το συνταγματικό κείμενο.

Δεν είναι η αυξημένη τυπική ισχύ του έναντι της κοινής νομοθεσίας.

Δεν είναι η μακρά διαδικασία αναθεώρησης που του προσδίδει περιεχόμενο με χρονική προοπτική.

Είναι κυρίως η αίσθηση ότι το Σύνταγμα αποτελεί το αποτύπωμα ενός Κράτους, γιατί όχι και ενός Έθνους, πάνω στη ροή του χρόνου. Είναι η πιο πυκνή αντανάκλαση της ιστορικής του διαδρομής του. Είναι είτε η πρώτη ύλη είτε το προϊόν των μεγάλων ιστορικών σταθμών του.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το Νεοελληνικό Κράτος:

Αν ο πόθος για ελευθερία κερδήθηκε επιχειρησιακά στα πεδία των μαχών της Επανάστασης, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι αποτυπώθηκε θεσμικά και εκφράστηκε διεθνώς στα επαναστατικά Συντάγματα.

Αν η κατάργηση της απολυταρχίας ήταν συνθήκη εμπέδωσης αυτής της ελευθερίας, ήταν τα Συντάγματα του 1844 και του 1864 που μετουσίωσαν την ανάγκη σε πραγματικότητα.

Αν η εμβάθυνση των θεσμών ήταν κατάκτηση αλλά και μέλημα στην αυγή του 20ου αιώνα, ποτέ δεν θα έπαιρνε κρυστάλλινη μορφή χωρίς το Σύνταγμα του 1911.

Αν η οριστική απαλλαγή από τα δεσμά του παρελθόντος και ο μη αναστρέψιμος θεσμικός διάλογος με τη Δύση ήταν το ζητούμενο της Μεταπολίτευσης, ήταν το Σύνταγμα του 1975 που αντανακλά και διασφαλίζει-με τα αναμφισβήτητα ελαττώματά του- την επί 45 χρόνια αδιατάρακτη πολιτειακή ομαλότητα.

Μόνο ιστορικά αναγιγνώσκεται το Σύνταγμα, ποτέ συγκυριακά.

Τι είναι όμως το Σύνταγμα;

Δεν έχω σκοπό να σας δώσω τον ακριβή νομικό ορισμό ούτε να σας απασχολήσω με τη στενή λειτουργική αξία του στο πλαίσιο του επαγγέλματός μου.

Προτιμώ να μοιραστώ μαζί σας την κοινή αξιακή του φόρτιση.

Το Σύνταγμα είναι το νομικό θεμέλιο της Πολιτείας. Ο καταστατικός της χάρτης. Ο υπέρτατος νόμος που κατοχυρώνει δικαιώματα, τάσσει υποχρεώσεις, χαράσσει δεσμευτικές κατευθύνσεις για το κράτος.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Κατά παράδοξο τρόπο, η κοινή πείρα δείχνει ότι στην αντίληψη του μέσου ανθρώπου το Σύνταγμα προσλαμβάνεται άλλοτε ως θεραπεία όλων των προβλημάτων, άλλοτε – ίσως συχνότερα- ως κάτι αδιάφορο για τον πολίτη. Το τελευταίο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δείχνει να διατρέχει την αντίδραση των περισσοτέρων σε σχέση με τη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης, που εξελίσσεται στη Βουλή: τη θεωρούν μάλλον αδιάφορη.

Εσείς, που μας έχετε κάνει την τιμή να βρίσκεστε σήμερα εδώ, γνωρίζετε ότι αυτή η αδιαφορία είναι καταστροφική  αντίδραση. Ασφαλώς το Σύνταγμα δεν δίνει λύση σε όλα τα προβλήματα της πολιτικής διαχείρισης της χώρας. Κανένας νόμος δεν μπορεί να το πετύχει αυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέρω την οικονομική κρίση που ζούμε στην πατρίδα μας.

Η υπερχρέωση της χώρας ούτε επιβλήθηκε, αλλά ούτε απετράπη από το Σύνταγμα ή από κάποιο νόμο. Και, όπως είδαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τα «Μνημόνια», δηλαδή οι συμβάσεις δανεισμού που υπέγραψε η χώρα μας ευρισκόμενη σε ανάγκη, όχι απλώς δεν σκίστηκαν, όχι απλώς δεν καταργήθηκαν «με ένα άρθρο και ένα νόμο», αλλά αυξήθηκαν με ένα τρίτο, πολύ βαρύτερο, επίσημο Μνημόνιο και με ένα τέταρτο άτυπο, που δένει την Ελλάδα με υποχρεώσεις μέχρι το 2060.

Το Σύνταγμα δεν αποτελεί λύση για κάθε πρόβλημα. Η αναθεώρησή του δεν πρόκειται, λοιπόν, να διορθώσει τα κακώς κείμενα στη χώρα μας από μόνη της. Η Ελλάδα κατ’ αρχήν λοιπόν έχει  πολιτικό πρόβλημα, όχι συνταγματικό.

Και είναι βέβαια περιττό να επισημάνω ότι ένα Σύνταγμα δεν αρκεί να υπάρχει, πρέπει και να εφαρμόζεται. Στην Ελλάδα δεν έχουμε πρόβλημα θεσμικής αποτύπωσης του δέοντος, έχουμε πρόβλημα πρακτικής εφαρμογής του. Το ζήτημα δεν είναι δεοντολογικό, αλλά οντολογικό.

Αυτό, όμως, είναι η μία πλευρά. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το Σύνταγμα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για τη διασφάλιση της δημοκρατίας, της λειτουργίας των θεσμών και του κράτους δικαίου. Το Σύνταγμα ορίζει το πώς λειτουργεί το πολίτευμα – ποιες αρμοδιότητες έχει κάθε όργανο που ασκεί την εξουσία, πώς η κάθε εξουσία περιορίζεται από την άλλη, κάθε πότε γίνονται εκλογές.

Ταυτόχρονα, το Σύνταγμα είναι η κορυφαία νομική αυτοδέσμευση του κράτους, το θεμέλιο αυτού που αποκαλείται κράτος δικαίου – δηλαδή κράτος που δεσμεύεται από τον νόμο και δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

Οι ατομικές μας ελευθερίες προστατεύονται από το Σύνταγμα. Η ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και του Τύπου, θωρακίζονται χάρη σ’ αυτό. Το ότι ένας υπουργός δεν μπορεί να στείλει απευθείας τους πολιτικούς του αντιπάλους στη φυλακή,  όπως σημερινός υπουργός δήλωσε ότι επιθυμεί, κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα. Αυτό ορίζει ότι τη στέρηση της ελευθερίας μπορεί να την αποφασίσει αποκλειστικά η δικαστική εξουσία με βάση τους νόμους. Και όχι μόνο αυτό. Το Σύνταγμα θεμελιώνει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την υποχρέωσή της να προστατεύει τις ελευθερίες των πολιτών απέναντι ακόμη και στον νομοθέτη – γιατί ο νομοθέτης μπορεί να είναι μία τοξική και δυσαρμονική κοινοβουλευτική πλειοψηφία όπως η σημερινή.

Η διάκριση των εξουσιών και λειτουργιών του κράτους είναι το συνταγματικό θεμέλιο της ελευθερίας και της Δημοκρατίας.

Και αποτελεί βαρύτατο αντισυνταγματικό ατόπημα η προσπάθεια της εκτελεστικής εξουσίας να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη και εξίσου βαρύ αδίκημα η υποχωρητικότητα κάποιων δικαστικών λειτουργών σε κυβερνητικές πιέσεις. 

Ξέρετε πόσες απόπειρες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης από τη σημερινή κυβέρνηση έχουν αποκαλυφθεί; Σε κοινοβουλευτική ερώτησή τους προ έτους, βουλευτές της αντιπολίτευσης είχαν απαριθμήσει 22 περιπτώσεις αθέμιτων παρεμβάσεων της κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη. Απέναντι σε τέτοιες μεθοδεύσεις, το Σύνταγμα είναι η ασπίδα προστασίας του πολίτη.

Πέρα απ’ αυτό, το Σύνταγμα αποτελεί τη νομική πυξίδα της Δημοκρατίας μας. Τάσσει κατευθύνσεις. Ορίζει πλαίσια, μέσα στα οποία πρέπει να κινούνται οι κυβερνήσεις και οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Θέτει φραγμούς. Φραγμούς που άλλοτε είναι πολύτιμοι, άλλοτε αποδεικνύονται άστοχοι ή αναχρονιστικοί και πρέπει να αλλάξουν. Ένα παράδειγμα ήταν το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του βουλευτή με την άσκηση επαγγέλματος, που θεσπίστηκε με την αναθεώρηση του 2001 και καταργήθηκε με την επόμενη του 2008.

Το σημαντικότερο, όμως, παράδειγμα συνταγματικής αστοχίας είναι το άρθρο 16, η παρωχημένη απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, στην οποία θα αναφερθώ εκτενέστερα στη συνέχεια.

Άστοχο εξ αποτελέσματος εμφανίζεται και το άρθρο 32 που προβλέπει τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια πρόωρων εκλογών εάν δεν εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υπήρχε βέβαια συγκεκριμένη στόχευση διασφάλισης της ευρείας συναίνεσης ως προς το πρόσωπο πίσω από αυτήν τη ρύθμιση, αλλά δυστυχώς εργαλειοποιήθηκε βάναυσα στην πορεία των ετών.

Έκανα προηγουμένως κάποια «πολιτικά» σχόλια. Αυτό δεν συνέβη για προεκλογικούς λόγους. Θέλω να μείνω πιστή σε αυτό που είπα ότι πρέπει να το προσεγγίζουμε με όρους ιστορίας, και όχι συγκυρίας. Ακριβώς όμως λόγω της φύσης του Συντάγματος ως νομικού θεμελίου της Πολιτείας, κάθε συζήτηση γι’ αυτό είναι και βαθιά πολιτική. Το περιεχόμενό του, επομένως, δεν είναι πάντοτε πολιτικά ουδέτερο. Το αν πρέπει να επιτρέπεται η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων είναι πολιτική επιλογή. Το αν η χώρα θα έχει προεδρική δημοκρατία, όπως οι ΗΠΑ, η Κύπρος και η Γαλλία, είναι πολιτική επιλογή. Όποιος πιστεύει ότι οι απόψεις του για το πώς πρέπει να αναθεωρηθούν οι συνταγματικές διατάξεις είναι ουδέτερες ή τεχνοκρατικές, κάνει τεράστιο λάθος. Είναι φορτισμένες αξιολογικά ή ιδεολογικά.

Αλλά εκεί είναι και το μεγαλείο του Συντάγματος:

Ότι παρέχει το ίδιο το όχημα και το υπόβαθρο να διατυπωθούν όλες οι γνώμες για το περιεχόμενό του.

Ωστόσο, όταν λέμε ότι μία επιλογή είναι πολιτική, δεν εννοούμε ότι είναι αυθαίρετη. Εννοούμε ότι το ερώτημα, στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε, δεν έχει μία και μόνο δυνατή λύση.

Εννοούμε ότι η απάντηση εξαρτάται από το πώς αναλύουμε το παρόν, τι προβλέπουμε για το μέλλον και ποια είναι η αξιολογική μας στάση απέναντι στα διλήμματα που γεννώνται. Εξαρτάται από το τι θέλουμε για τη χώρα μας. Από το πώς θέλουμε τη χώρα μας.

Ακριβώς επειδή οι συνταγματικές διατάξεις αφορούν τις βασικές κατευθύνσεις της Ελλάδας στο μέλλον, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο δεν προσφέρονται για μικροκομματικά παιχνίδια και εντυπώσεις. Ο καθένας δικαιούται να κρίνει ποιος ανταποκρίθηκε στο θεσμικό ύψος των περιστάσεων και ποιος ήγειρε την αναθεωρητική διαδικασία ως εργαλείο εκλογικής σκοπιμότητας. 

Γιατί με τον τρόπο αυτό το Σύνταγμα εργαλειοποιείται μικροκομματικά και ευτελίζεται. Όπως συνέβη το 2014, όταν αποδεδειγμένα η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως δηλωμένο πρόσχημα για τη διενέργεια εκλογών –  πράγμα που είχε απειληθεί και το 2009. Το Σύνταγμα, όμως, είναι εργαλείο ελευθερίας και προόδου. Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως εργαλείο χειραγώγησης των πολιτικών εξελίξεων της χώρας.

Εδώ όμως θέλω να κάνω μια λεπτή διάκριση: Η διαδικασία αναθεώρησης δεν πρέπει να έχει εκλογική στόχευση, αλλά δεν είναι αποσυνδεδεμένη από τις εκλογές. Αντιθέτως, ο συντακτικός νομοθέτης έχει ενσυνείδητα διαρθρώσει την αναθεώρηση έτσι ώστε να εκτείνεται σε δύο κοινοβουλευτικές περιόδους. Η μία Βουλή προτείνει τις προς αναθεώρηση διατάξεις. Μεσολαβούν εκλογές. Η επόμενη Βουλή τις αναθεωρεί. Ο λαός έχει λόγο στο περιεχόμενο της αναθεώρησης. Η αναθεώρηση ΔΕΝ είναι εκτός του εκλογικού διαλόγου. Απλά η αξιολογική φορά είναι αντίστροφη:

Το σωστό είναι ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ, ΟΧΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ.

Και πράγματι, παρά το γεγονός ότι ο πολιτικός πολιτισμός στη χώρα μας είναι ενίοτε ελλειμματικός, πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεγάλες πολιτικές παρατάξεις οικοδόμησαν ένα συναινετικό κεκτημένο στις συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2001 και του 2008, αν όχι πάντοτε ως προς την ουσία, τουλάχιστον ως προς τη διαδικασία. Και αυτό το συναινετικό κεκτημένο ανατρέπεται τώρα από την κυβερνητική πλειοψηφία, πράγμα που αποτελεί μία ακόμη οπισθοδρόμηση.

Η επιδίωξη της μέγιστης συναίνεσης οφείλει να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε αναθεωρητικής διαδικασίας. Το Σύνταγμα προσδιορίζει τα όρια των κρατικών εξουσιών μεταξύ τους και έναντι του πολίτη.

Καθώς στη δημοκρατία οι κυβερνήσεις αλλάζουν και τα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία, αυτά τα όρια πρέπει να είναι αποδεκτά από τη μέγιστη δυνατή πλειοψηφία. Η συναίνεση, όμως, είναι σκόπιμη και επειδή πολλά από τα προκύπτοντα  ζητήματα απαιτούν μελέτη σε βάθος και ανταλλαγή απόψεων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διλήμματα ακόμη και μέσα στα ίδια τα κόμματα. Η ανάδειξη του προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό υπήρξε, για παράδειγμα, ζήτημα που απασχόλησε πολύ τη Νέα Δημοκρατία και στο εσωτερικό της.

Η Ελλάδα δεν είναι προεδρική, αλλά προεδρευόμενη δημοκρατία. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει περιορισμένες εξουσίες, δεν αποτελεί τον κύριο πόλο της εκτελεστικής λειτουργίας του κράτους. Η άμεση εκλογή από τον λαό, που αρμόζει σε προεδρικά πολιτεύματα, θα ενίσχυε το «λαϊκό» κύρος του προέδρου ως πολιτειακού παράγοντα, πράγμα που, ενόψει των περιορισμένων εξουσιών του, θα αποτελούσε θεσμική ανισορροπία του πολιτεύματος. Η Νέα Δημοκρατία μελέτησε εξαντλητικά το θέμα και κατέληξε στο να αποκλείσει την εκλογή του προέδρου από τον λαό. Αυτή η σε βάθος μελέτη προϋποθέσει σοβαρότητα και ανταλλαγή απόψεων, προϋποθέτει λύση συμφωνίας και όχι επιδίωξη μικροκομματικών συγκρούσεων χάριν εντυπώσεων.

Πέρα από τη συναίνεση, η ανάγκη μελέτης των συνταγματικών διατάξεων που χρειάζονται αναθεώρηση επιβάλλει οι σχετικές προτάσεις να είναι συγκροτημένες, να αντιμετωπίζουν το σύνολο των τροποποιήσεων που πρέπει να γίνουν για να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας. Προτάσεις αποσπασματικές και με σκοπό το παιχνίδι εντυπώσεων και όχι την αναζήτηση της ουσιαστικής αντιμετώπισης του θέματος, δεν εκπληρώνουν τον σκοπό της αναθεωρητικής διαδικασίας.

Αναλόγως, δεν έχουν θέση στο Σύνταγμα λεπτομερειακές ρυθμίσεις, που μπορούν να προωθηθούν πλήρως από την κοινή νομοθεσία.

Μιλώ πάλι για τη συνθήκη ιστορίας, αντί της συγκυρίας, την οποίαν επεσήμανα εισαγωγικά.

Όπως ήδη ξέρετε, η Νέα Δημοκρατία ανταποκρίθηκε στην πρόκληση, στο καθήκον της συνταγματικής σοβαρότητας, παρουσιάζοντας μία συνολική εικόνα ως προς το πώς πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα προκειμένου να καθοδηγήσει την επανεκκίνηση της χώρας και την επιστροφή της στην κανονικότητα. Παρουσίασε 59 προτάσεις για αναθεώρηση ισάριθμων άρθρων συγκροτημένες σε τρεις άξονες, στους οποίους η Ελλάδα έχει ανάγκη εξυγίανσης και το Σύνταγμα μπορεί να λειτουργήσει ως κατευθυντήρια πυξίδα της.

Ο πρώτος άξονας είναι η διασφάλιση της πολιτικής ομαλότητας και της ισορροπίας  των θεσμών, που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους και της Δημοκρατίας. Πρόκειται για προτάσεις που εγγυώνται την πολιτική σταθερότητα αλλά και τη διάκριση των εξουσιών και τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας.

Δεύτερος κεντρικός σκοπός των αναθεωρητικών προτάσεων της Ν.Δ είναι η προώθηση της οικονομικής σταθερότητας και της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας. Η Νέα Δημοκρατία θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση συνταγματικών διατάξεων που θα συμβάλουν στη δημιουργία ορθολογικού και σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Τρίτος πυλώνας των προτάσεων είναι η εμπέδωση της αξιοκρατίας στην κρατική λειτουργία και της αλληλεγγύης και ισότητας ευκαιριών στην κοινωνία.

Στα πλαίσια αυτής της συνολικής αντιμετώπισης των εθνικών αναγκών, προβλέπεται  η αποσύνδεση της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια πρόωρων εκλογών. Επίσης  αναβαθμίζεται η Βουλή και η λειτουργία των κοινοβουλευτικών μειοψηφιών, κατοχυρώνονται συνταγματικά οι κανόνες καλής νομοθέτησης και καταπολέμησης της πολυνομίας.

Θωρακίζεται η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και ανατίθεται η επιλογή των ανώτατων δικαστικών στη Βουλή αντί του υπουργικού συμβουλίου. 

Καθιερώνεται η αξιολόγηση και η αξιοκρατική διαφάνεια σε όλες τις βαθμίδες της κρατικής λειτουργίας. Εισάγονται δεσμευτικοί κανόνες αποτροπής μελλοντικού δημοσιονομικού εκτροχιασμού, όπως αυτός που οδήγησε τη χώρα μας σε καταστροφική πορεία. Και προβλέπονται διατάξεις αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος με παράλληλη ενθάρρυνση της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Με την πρόταση της Ν.Δ. αναγνωρίζεται ως συνταγματική υποχρέωση του κράτους η βιώσιμη ανάπτυξη και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Κατοχυρώνεται συνταγματικά η προστασία των δασών, η διατήρηση του προορισμού τους και η αναδάσωση όσων καταστρέφονται από πυρκαγιές. Αλλά και διευκρινίζεται ο ορισμός του δάσους, ώστε η χωροταξική και πολεοδομική πολιτική να προάγει την έννοια του περιβαλλοντικού ισοζυγίου.

Μέσα στο πλέγμα αυτό, κεντρική θέση έχει η Παιδεία.

Και δεν θα μπορούσα, απευθυνόμενη στο ακροατήριο ενός σοβαρού εκπαιδευτικού οργανισμού, να μην επιμείνω σε αυτό.

Η Παιδεία αποτελεί το βασικό εφόδιο των νέων αλλά και το θεμέλιο του δυναμισμού της χώρας, του μέλλοντός της. Οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας δίνουν έμφαση στην ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης – και των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, με κατοχύρωση της αυτονομίας και της χρηματοδότησής τους. Στην ενίσχυση έχει κεντρική θέση όχι μόνο η ανάπτυξη των ΑΕΙ, αλλά και η προαγωγή της ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης, των ΑΤΕΙ, που με την εξέλιξη της οικονομίας και της τεχνολογίας αποτελούν σημαντικό επαγγελματικό εφαλτήριο για τους νέους.  Ο στόχος αυτός θα επιδιωχθεί και μέσω της διασύνδεσης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με την αγορά εργασίας, οι ανάγκες και οι τάσεις της οποίας προσδιορίζουν τους τομείς όπου υπάρχει αναπτυξιακή δυναμική και άρα δημιουργία θέσεων εργασίας.

Αυτή όμως η ενίσχυση συμβαδίζει με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 του Συντάγματος ώστε να επιτραπεί η ίδρυση στην Ελλάδα και αξιόλογων μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων υπό την εποπτεία ανεξάρτητης Αρχής.

Στη χώρα μας λειτουργούν χάρη  στην ευρωπαϊκή νομοθεσία μόνο κολέγια που απονέμουν πτυχία μέσω συνεργαζομένων ξένων πανεπιστημίων – μερικά μάλιστα υψηλού επιπέδου, όπως το New York College που οργανώνει τη σημερινή εκδήλωση. Μη κρατικά πανεπιστήμια δεν επιτρέπονται, όμως, στη χώρα μας. Το άρθρο 16 του Συντάγματος απαγορεύει τη λειτουργία μη κρατικών ιδρυμάτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρόκειται για πρόβλεψη απολύτως αναχρονιστική, αλλά και παράλογη, καθώς η Ελλάδα επιτρέπει τη λειτουργία ιδιωτικών σχολείων, αλλά όχι μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. 

Το άρθρο 16 πρέπει να αλλάξει οπωσδήποτε, προκειμένου να εξελιχθεί η Ελλάδα σε περιφερειακό εκπαιδευτικό κέντρο με προσέλκυση κεφαλαίων, σπουδαστών και καθηγητών  – ερευνητών, όπως τόσες άλλες χώρες που έχουν πολύ μικρότερη εκπαιδευτική δυναμική και παράδοση.

Το όφελος για τη χώρα θα ήταν πολλαπλό: οικονομικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό. Η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων θα περιορίσει το brain drain, τη φυγή Ελλήνων καθηγητών και σπουδαστών στο εξωτερικό. Θα περιορίσει την εκροή κεφαλαίων από την Ελλάδα γα πληρωμή διδάκτρων. 

Θα ανακουφίσει χιλιάδες οικογένειες από τη συναισθηματική και οικονομική θυσία στην οποία υποβάλλονται για να σπουδάσουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό. Θα προσελκύσει εκπαιδευτικό προσωπικό και φοιτητές από ξένες χώρες, με εισροή συναλλάγματος, αλλά και εμπλουτισμό της χώρας  μας σε εκπαιδευτική ποιότητα και δυναμική. Η Ελλάδα έχει όλες τις δυνατότητες να αναδειχθεί σε περιφερειακό εκπαιδευτικό κέντρο υψηλού επιπέδου, πράγμα που θα ενισχύσει και τα κρατικά πανεπιστήμια μέσω συνεργασιών με τα ιδιωτικά, ανταλλαγών καθηγητών και φοιτητών, αλλά και άντλησης διδαγμάτων από τα μη κρατικά ιδρύματα στον τομέα της διασύνδεσής τους με την αγορά εργασίας, όπου έχουν σημαντική εμπειρία. Η δε υπαγωγή των μη κρατικών ιδρυμάτων στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως προτείνει η Νέα Δημοκρατία, θα διασφαλίσει πλήρως την εκπαιδευτική αξιοπιστία τους. 

Δεν είναι τυχαίο ότι ανάλογη απαγόρευση σαν αυτήν του άρθρου 16 δεν υπάρχει σε ανεπτυγμένη χώρα. Η Ελλάδα δεν πρέπει να αφήσει να πάει χαμένη μία ακόμη ευκαιρία. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 αφορά το καλό του τόπου, το καλό των παιδιών μας, την ευημερία των επόμενων γενεών.

Το άρθρο 16 αποτελεί, από την άποψη αυτή, το αρνητικό «υπόδειγμα» των ανάλογων αναχρονιστικών αγκυλώσεων, που παρεμποδίζουν την εκπαίδευση, την οικονομία και την κοινωνική ανέλιξη στην Ελλάδα. Αποτελεί παράδειγμα του τι πρέπει να αλλάξει και του πόσο μπορεί να συμβάλει το Σύνταγμα στην ανανέωση, στην επανεκκίνηση της πατρίδας μας. Το ποιος είναι πράγματι «προοδευτικός»  κρίνεται από την τόλμη να δεχθεί τις αλλαγές, να σταθεί στο ύψος των προκλήσεων του αύριο. Οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας για τη συνταγματική αναθεώρηση αποδεικνύουν ότι το κάνει πράξη. Η άρνηση της κυβέρνησης μας καταδικάζει να παραμείνουμε στην «οπισθοφυλακή» της Ευρώπης για μία ακόμη δεκαετία.

Φίλες και φίλοι τελειώνοντας θα ήθελα να  επισημάνω ότι η φετινή χρονιά είναι μια πολύ κρίσιμη χρονιά για το μέλλον της χώρας μας, γιατί είναι εκλογική χρονιά σε τετραπλό επίπεδο, περιφερειακό, αυτοδιοικητικό, ευρωπαϊκό, και κεντρικής πολιτικής σκηνής με κορωνίδα τις βουλευτικές εκλογές.

Δεν πρέπει ο διάλογος για το Σύνταγμα να χαθεί στις συμπληγάδες της ζοφερής καθημερινότητας και στην τεχνητή πόλωση των εκλογών. Αντιθέτως, πρέπει να επικαθορίσει θεσμικά και προγραμματικά την προεκλογική περίοδο.

Στο διάλογο αυτόν σας καλώ να συμμετάσχουμε όλοι με όρους Ιστορίας και όχι συγκυρίας και με μεγαλύτερο όπλο την ψήφο μας στις εκλογές που μεσολαβούν-κατά τη συνταγματική επιταγή-μεταξύ των δύο κοινοβουλευτικών περιόδων της αναθεώρησης.

 Γιατί όπως χαρακτηριστικά είχε πει και ο πρόεδρος των Η.Π.Α, ένας από τους υπηρέτες του πιο ιστορικού ίσως Συντάγματος της ανθρωπότητας, Αβραάμ Λίνκολν : Προσοχή, με μια σφαίρα σκοτώνεις τον εχθρό σου, με μια ψήφο σκοτώνεις το μέλλον των παιδιών σου

Σας ευχαριστώ.