Ο πτωχευτικός κώδικας δεν παρέχει «δεύτερη ευκαιρία»

ΣΥΜΦΩΝΑ με τον γνωστό αφορισμό του νομπελίστα Πολ Κρούγκμαν, «όταν επικρατούν τα οικονομικά της ύφεσης, η αρετή γίνεται ελάττωμα, η προσοχή ρίσκο και η σωφροσύνη τρέλα». Η δημοσιονομική σύνεση βυθίζει την οικονομική δραστηριότητα και η κατάσταση επιδεινώνεται. Εμείς είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε σε δημοσιονομικό νοικοκύρεμα εν μέσω ύφεσης. Ανεξαρτήτως ευθυνών, δεν έχουμε περιθώρια διαφορετικής πορείας και είναι ενδεικτικό ότι όσοι μιλούν για «άλλη» πολιτική πάσχουν από «αφωνία» στην εξειδίκευσή της: ούτε πώς θα πλήρωνε μόνο η «πλουτοκρατία» διευκρινίζουν ούτε πώς θα επιτυγχανόταν τόση ανάπτυξη, ώστε να γεμίσει το δημόσιο ταμείο χωρίς επώδυνα μέτρα.

Υπάρχουν, ωστόσο, εφικτοί συνδυασμοί και υπό την ασφυκτική αντινομία μεταξύ δημοσιονομικής πενίας και υφεσιακού φόβου. Αρκεί να θυμάται κανείς ότι, όποτε η ανάγκη πιέζει, «η αρετή γίνεται ελάττωμα». Όταν τα στατιστικά στοιχεία του τελευταίου τριμήνου 2009 δείχνουν μείωση 18,7% στις πλωτές μεταφορές και 30,2% στις κατασκευές έναντι του 2008, είναι προφανές ότι οι περιστάσεις δεν προσφέρονται για κηρύγματα ηθικής. Επιτάσσουν ευελιξία και αποτελεσματικότητα.

Είναι, για παράδειγμα, γεγονός αναμφισβήτητο ότι η κρίση δοκιμάζει τον επιχειρηματικό κόσμο κατά τρόπο αιφνίδιο και δυσχερέστατα αντιμετωπίσιμο. Ο κύκλος εργασιών πέφτει, το εισόδημα μειώνεται, ίδια κεφάλαια σε μετρητά ή αποταμιεύσεις δεν υπάρχουν ως μαξιλάρι ασφαλείας, η φορολογία αυξάνεται άμεσα, σε επιχειρηματικό και προσωπικό επίπεδο, τα δε πάγια περιουσιακά στοιχεία, αν κάποια επιχείρηση ήθελε να τα ρευστοποιήσει, αποφέρουν ποσά πολύ μικρότερα από την τιμή κτήσης τους ή από την εκτιμώμενη μέχρι πρότινος εμπορική τους αξία, ακριβώς λόγω της ύφεσης και της μείωσης της ζήτησης.

Είναι κατά συνέπεια βέβαιο ότι ο Γιάννης, ο «μεσαίος επιχειρηματίας» με τα αναιμικά ίδια κεφάλαια και τον μηδενικό πλέον δανεισμό από τις τράπεζες λόγω έλλειψης προσφοράς σοβαρών εγγυήσεων και εξασφάλισης υψηλού κύκλου εργασιών εκ μέρους του, ασφυκτιά και δεν έχει διέξοδο σωτηρίας.

Με δεδομένο αυτό το αδιέξοδο της αγοράς που δεν ενέχει καμία ηθική απαξία, αλλά αποτελεί σημείο των καιρών, μη παραγνωρίζοντας ορισμένες προβληματικές πτυχές του ελληνικού επιχειρείν, όπως οι επιταγές ευκολίας, που αποτελούν στοιχεία παθογένειας των ελληνικών επιχειρήσεων, καθίσταται σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη εξεύρεσης του προσφορότερου νομοθετικού πλαισίου για παροχή «δεύτερης ευκαιρίας» στις επιχειρήσεις και τη διάσωση εκείνων που συνιστούν σύνολο αξιόλογο και βιώσιμο.

Αυτό που προέχει σε συγκεκριμένο νομοθετικό επίπεδο –και το έχουν καταδείξει οι μέχρι στιγμής αδυναμίες κατά την εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα– είναι να καθιερωθεί με ειδικό νόμο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης εκτός Πτωχευτικού Κώδικα η δυνατότητα συμβιβασμού πριν από την πτώχευση όσο οι επιχειρήσεις είναι ενεργές. Είναι γνωστό ότι ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας (ν. 3588/2007) παρότι είχε επιδοκιμαστεί (και ψηφιστεί) από ευρύτατη πλειοψηφία προ τριετίας, αποδείχθηκε λόγω και της οικονομικής κρίσης ανεπαρκής στο κεφάλαιό του περί «συνδιαλλαγής», σε εκείνο, δηλαδή, το μέρος του που προβλέπει τον μόνο πλέον θεσμικό τρόπο να αποφύγουν την πτώχευση επιχειρήσεις βιώσιμες μεν, αλλά ευρισκόμενες σε κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών. Η δυνατότητα αυτή είναι η πολυτιμότερη για τη διάσωση επιχειρήσεων με οικονομικά προβλήματα, καθώς είναι η μόνη που παρέχει δυνατότητα συμβιβασμού της επιχείρησης με τους πιστωτές της πριν αυτή οδηγηθεί σε πτώχευση, μετά την οποία η εμπειρία έχει δείξει ότι οι δυνατότητες βιώσιμου συμβιβασμού είναι πενιχρές καθώς παραλύουν και η πιστοληπτική ικανότητα της επιχείρησης και ο παραγωγικός της μηχανισμός.

Καθώς το σχέδιο συνδιαλλαγής είναι ο μόνος θεσμός, με τον οποίον επιχειρείται να αποτραπεί η πτώχευση, δεν πρέπει ο νόμος να απαγορεύει τη διαδικασία αν η επιχείρηση βρίσκεται ήδη σε παύση πληρωμών. Ακόμη και τότε, πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα συνδιαλλαγής, έστω εντός σύντομου χρονικού περιθωρίου. Κατά τις διατάξεις του ν. 3588/07, η συνδιαλλαγή δεν μπορεί να οδηγήσει σε γενική συμβιβαστική συμφωνία, καθώς δεν δεσμεύει όσους πιστωτές αρνούνται, ακόμη και αν συμφωνεί με τον συμβιβασμό πλειοψηφία πάνω από 60%. Για να καταστεί αποτελεσματική η συνδιαλλαγή πρέπει η ψήφος της πλειοψηφίας των πιστωτών να δεσμεύει τη μειοψηφία, όπως και στο σχέδιο αναδιοργάνωσης (τη δυνατότητα, δηλαδή, συμβιβασμού μετά την πτώχευση που προβλέπεται στο άρ. 107 ν. 3588/07), με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμφωνία δεν θα περιέχει άνισες διακρίσεις υπέρ των συναινούντων πιστωτών.

Η αναδιοργάνωση του άρ. 107 προβλέπει μεν κάτι τέτοιο, αλλά είναι ανεπαρκής διότι προϋποθέτει πτώχευση και η πτώχευση ισοδυναμεί με εμπορικό «θάνατο». Η μεταπτωχευτική ανάσταση έχει αποδειχθεί σπάνια υπό το προϊσχύσαν δίκαιο είτε το πτωχευτικό είτε το άρ. 46 ν. 1892/90.
Συνεπώς έστω και η βελτίωση –διά τροποποιήσεων του άρθρ. 99 ν.3588/07– του υφισταμένου νομοθετικού πλαισίου θα εξασφαλίσει τη μελλοντική δυνατότητα των επιχειρήσεων ν’Α ανταποκριθούν –έστω και μακροπρόθεσμα– στην ικανοποίηση των εμπορικών τους υποχρεώσεων και την αποφυγή του κινδύνου αλυσιδωτής αφερεγγυότητας στην αγορά που θα είναι καταστροφική για την ελληνική οικονομία.

  • Η κ. Ιωάννα Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη είναι δικηγόρος, β’ αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων, γενική γραμματέας ΔΣΑ, υποψήφια σύμβουλος στις εκλογές ΔΣΑ με τον συνδυασμό «Ωρα Δικηγόρων» (υποψήφιος πρόεδρος Μιχάλης Ζαφειρόπουλος).