Η Ποινική αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας (23ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου 1, 2 & 3 Νοεμβρίου 2013 Αλεξανδρούπολη)

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Νομίζω –και πιστεύω ότι θα συμφωνήσετε κι εσείς- ότι παρακολουθήσαμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο για ένα ζήτημα φλέγον όσο και ακανθώδες από οικονομική και νομική άποψη. Ως αντιπρόεδρος του Συνδέσμου μας αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά για την επιτυχημένη διοργάνωση – όσο και αν η χαρά αυτή …μετριάζεται από το γεγονός ότι η δική μου εισήγηση προσεγγίζει την πιο δυσάρεστη νομική πτυχή της αφερεγγυότητας: την ποινική δίωξη και τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας των επιχειρηματιών.

Εν μέσω της δεινής οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα και του πολλαπλασιασμού των επιχειρήσεων που υποκύπτουν σ’ αυτήν, πιστεύω ότι έχει γίνει πλέον συνειδητό  ότι και στις περιπτώσεις της οικονομικής αφερεγγυότητας –και δη της πτώχευσης- η ελληνική νομοθεσία επιδεικνύει την ίδια υπερβολική προσφυγή στο ποινικό δίκαιο που παρατηρείται και σε άλλους τομείς. Το πλήθος των ποινικών διατάξεων, ορισμένων μάλιστα δρακόντειων, εγείρει συχνά, κοντά στο ερώτημα αν είναι τελεσφόρος, και σοβαρό προβληματισμό από άποψη αισθήματος δικαίου. Υπάρχουν ποινικές διατάξεις που δεν κολάζουν τη δόλια πρόθεση, αλλά την ίδια την οικονομική αδυναμία. Είναι αυτές που εισάγουν ό,τι αποκαλούμε συχνά στην πράξη «τυπικά» αδικήματα, όπως η καθυστέρηση πληρωμής μισθών και αποζημιώσεων, ασφαλιστικών εισφορών, φόρων και μεταχρονολογημένων επιταγών.

Είναι σαν ο νομοθέτης να κινείται με μία υπόρρητη παραδοχή ότι αφερεγγυότητα δεν επιτρέπεται: ότι όποιος πτωχεύει, πρέπει να προνοεί να μην καταλείπει καθόλου χρέη, εκτός ίσως από οφειλές προς τον τραπεζικό τομέα και προς προμηθευτές ακάλυπτους από μεταχρονολογημένες επιταγές. Πρόκειται για μία παραδοχή αναντίστοιχη προς την οικονομική πραγματικότητα των επιχειρήσεων που λειτουργούν με υψηλή σχέση δανειακών έναντι ιδίων  κεφαλαίων, αλλά και με μεγάλες περιόδους πίστωσης προς τους πελάτες τους. Αλλά και για μία παραδοχή αναντίστοιχη προς τους ρυθμούς κίνησης της πτωχευτικής διαδικασίας, αφού, ακόμη και αν κανείς δηλώσει παύση πληρωμών αμέσως μόλις αντιμετωπίσει το παραμικρό πρόβλημα, το παρατεταμένο μεσοδιάστημα μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου που κηρύσσει τελικά την πτώχευση θα τον οδηγήσει σε δημιουργία νέων χρεών από μισθούς, φόρο μισθωτών υπηρεσιών και ασφαλιστικές εισφορές. Τούτο καθώς η νομοθεσία δεν επιτρέπει τις ομαδικές απολύσεις χωρίς άδεια ακόμη και αν η επιχείρηση κλείνει και προσφέρει το σύνολο των αποζημιώσεων, η δε σχετική άδεια δεν δίδεται σχεδόν ποτέ – και πάντως δεν δίδεται ποτέ εγκαίρως. 

Είναι σαν να υπάρχει η πεποίθηση ότι η απειλή ποινής  αποτρέπει την οικονομική αποτυχία, κάτι που απέχει πολύ από την πραγματικότητα της ελεύθερης οικονομίας, όπως βιώνουν πλέον όλο και περισσότεροι απλοί πολίτες, άσχετοι προς το επιχειρείν, οι οποίοι βλέπουν να απειλούνται από το κράτος με ποινικές διώξεις για φόρους που τους είναι εντελώς αδύνατο να πληρώσουν. Το κράτος τους μεταβάλλει σε χρεώστες εισάγοντας δυσβάστακτες επιβαρύνσεις και στη συνέχεια τους διώκει ποινικά για να τους πιέσει να τις πληρώσουν.

Το Πτωχευτικό Ποινικό Δίκαιο 

Στο πτωχευτικό ποινικό δίκαιο υπό ευρεία έννοια συμπεριλαμβάνονται και εκείνα τα εγκλήματα που τελούνται σε βάρος των δανειστών, του κράτους ή τρίτων σε σύνδεση με την επικείμενη ή υπάρχουσα πτώχευση, όπως είναι κατ’εξοχήν η απάτη, η απιστία, η ψευδής βεβαίωση, η φοροδιαφυγή, χρέη προς Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και οι ακάλυπτες επιταγές.

Στην εμπορική και εταιρική δραστηριότητα, το «καθαρότερο» υπό στενή έννοια πτωχευτικό ποινικό αδίκημα, που συνδέεται με την οικονομική αφερεγγυότητα, είναι, βέβαια, η χρεοκοπία που προβλέπεται από τη βασικότερη – αλλά όχι και μοναδική- ποινική διάταξη του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), που συμπλήρωσε ήδη έξι χρόνια εφαρμογής. Ο Κώδικας ταξινόμησε αλλά και διεύρυνε τις διατάξεις περί δολίας χρεοκοπίας του προϊσχύσαντος δικαίου και κατάργησε τη διάκριση απλής και δολίας χρεοκοπίας , αν και προβλέπει ελαφρότερη μεταχείριση σε όποιον από αμέλεια προκάλεσε καταστροφή των εμπορικών βιβλίων του ή δεν συνέταξε ισολογισμό και απογραφή ή κατάρτισε ισολογισμό και απογραφή κατά τρόπο που δυσκολεύει την διακρίβωση της περιουσίας του.

Όπως και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (αρ.398 Π.Κ. σε συνδυασμό με αρ.684 Εμπ.Ν.), το αδίκημα της χρεοκοπίας διαμορφώνεται ως υπαλλακτικώς μικτό υπό την έννοια ότι οι επιμέρους τρόποι τέλεσής του κρίνονται εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής συμπεριφοράς, ώστε αν ο δράστης πραγματώσει περισσότερους από έναν τρόπους τέλεσης τελεί ένα αδίκημα  – ανεξάρτητα, φυσικά, από το ότι η συμπεριφορά του θα σταθμισθεί στην επιμέτρηση της ποινής. Κατ’ άλλη άποψη, στο άρθρο 171 παρ. 1 Πτωχ.Κ. τυποποιούνται κατά βάσιν 8 επιμέρους πτωχευτικά αδικήματα συνιστώντας ένα σωρευτικώς μικτό έγκλημα χρεοκοπίας επειδή το πραγματικό του απαρτίζεται από διαφορετικά στοιχεία μεταξύ τους. Δεν εμποδίζεται πάντως υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης να αξιολογηθούν  οι κατ’ ιδίαν πράξεις ότι αποτελούν ένα κατ’ εξακολούθηση έγκλημα (άρθρο 98 Π.Κ.) και να επιβληθεί μία ενιαία ποινή στην οποία συνυπολογίζεται η συνολική απαξία της εγκληματικής δράσης του χρεοκόπου.

Η περί χρεοκοπίας διάταξη του α. 171 Πτωχ.Κωδ. προβλέπει συγκεκριμένα τα εξής:

1.«Χρεοκοπία

Άρθρο 171.-1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά την ύποπτη περίοδο ή και έξι (6) μήνες πριν ή και μετά την κήρυξη της πτώχευσης οποτεδήποτε:

α) εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία που σε περίπτωση πτώχευσης εμπίπτουν στην Πτωχευτική περιουσία ή κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ματαιώνει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων, βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία

β) καταρτίζει ζημιογόνες ή κερδοσκοπικές ή ριψοκίνδυνες δικαιοπραξίες πάσης φύσεως, ακόμα και επί χρηματοοικονομικών παραγώγων, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ή διαθέτει υπερβολικά ποσά σε παίγνια, στοιχήματα ή σε αντιοικονομικές δαπάνες ή συνάπτει χρέη για τους σκοπούς αυτούς

γ) προμηθεύεται εμπορεύματα ή αξιόγραφα με πίστωση, τα οποία, ή τα πράγματα  που κατασκευάζει με αυτά, διαθέτει ή παραχωρεί σε τιμές ουσιωδώς κάτω της αξίας τους, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης

δ) παριστά ψευδώς ότι είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων

ε) παραλείπει την τήρηση υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων ή τα τηρεί κατά  τέτοιο τρόπο ή τα μεταβάλει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του

στ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά του βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά το νόμο, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του

ζ) αντίθετα προς το νόμο, i) παραλείπει την κατά το νόμο σύνταξη των ισολογισμών ή της απογραφής ή ii) καταρτίζει ισολογισμούς ή απογραφή κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του

η) ελαττώνει την κατάσταση της περιουσίας του με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις αληθινές δικαι-οπρακτικές του σχέσεις.

2.Τιμωρείται επίσης, με τις ποινές της παραγράφου 1 και αυτός που με κάποια από τις πράξεις της παραγράφου 1 προκάλεσε την παύση των πληρωμών του.

3.Όποιος τέλεσε κάποια από τις πράξεις των περιπτώσεων εκαι ζ της παραγράφου 1 από αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.

4.Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για τη κάλυψη των εξόδων της Διαδικασίας (άρθρο 6 παράγραφος 2).»

Το τελευταίο σημείο αποτελεί επίσης αλλαγή έναντι του προϊσχύσαντος δικαίου, καθώς κατά την τότε κρατούσα γνώμη το ποινικό δικαστήριο μπορούσε να δεχθεί συνδρομή παύσης πληρωμών και αδίκημα χρεοκοπίας, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος δεν είχε κηρυχθεί σε πτώχευση . Πλέον, για την εφαρμογή των ποινικών διατάξεων απαιτείται κήρυξη της πτώχευσης ή απόρριψή της για τον λόγο ότι δεν υπάρχει επαρκής περιουσία για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Η μεταβολή αυτή υπήρξε, νομίζω, ορθή. Αν κανείς βρίσκεται σε καθεστώς αφερεγγυότητας, αλλά δεν έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, οι κοινές ποινικές διατάξεις περί απάτης, καταδολίευσης δανειστών ή και απιστίας είναι επαρκείς για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του.

Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας εισήγαγε τη διάταξη του α. 177 παρ.1, κατά την οποία τα αδικήματα του Κώδικα ερευνώνται αυτεπάγγελτα, ενώ υπό το προϊσχύσαν δίκαιο η αυτεπάγγελτη έρευνα της απλής χρεοκοπίας είχε καταργηθεί. Το αποτέλεσμα είναι να διεξάγεται σε πολλές περιπτώσεις προκαταρκτική εξέταση χωρίς καμία ένδειξη αδικήματος, με αποτέλεσμα την επισώρευση περιττού φορτίου στις εισαγγελικές αρχές και τα πταισματοδικεία.

Επί της ουσίας των επιμέρους τρόπων, με τους οποίους πραγματώνεται το αδίκημα της χρεοκοπίας, παρότι οι περισσότερες περιπτώσεις είναι οι «κλασικές» και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, πρέπει να επισημάνει κανείς τη ρευστότητα του όρου «συνετή οικονομική διαχείριση», που τίθεται ως το όριο πέραν του οποίου ποινικοποιούνται η απώλεια αξίας ενεργητικού, η  κατάρτιση κερδοσκοπικών ή ριψοκίνδυνων δικαιοπραξιών ή η πώληση σε τιμή κάτω του κόστους. Η προβληματική σχετικά με το περιεχόμενο του κριτηρίου των κανόνων συνετούς οικονομικής διαχείρισης τίθεται το πρώτον σε σχέση με το χρονικό σημείο της αξιολόγησης της συμπεριφοράς: εσφαλμένες αποφάσεις του εμπόρου αφορούν συχνά σε μελλοντικές εξελίξεις και αποτελέσματα, των οποίων η επέλευση ή μη επέλευση είναι αντικείμενο της επιχειρηματικής πρόβλεψης και, έτσι, του επιχειρηματικού κινδύνου . Από οικονομική και ποινική άποψη, απαιτείται τέτοιες επιχειρηματικές αποφάσεις να στηρίζονται σε επαρκείς πληροφορίες. Μία απόφαση που λαμβάνεται χωρίς μια τέτοια προγνωστική βάση κινδυνεύει να θεωρηθεί επιχειρηματικά εσφαλμένη και το συγκεκριμένο λάθος μπορεί να τιμωρηθεί ποινικά προ παντός υπό την άποψη της έλλειψης ορθού σχεδιασμού. Χρειάζεται πάντως να έχει ο δράστης τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε περισσότερους τρόπους επίτευξης του σκοπού του και πραγμάτωσης των επιχειρηματικών  του αποφάσεων. Εάν δε κατά θεώρηση των ισχυόντων κανόνων δικαίου δεν είναι (πλέον) δυνατή η επιλογή μεταξύ περισσοτέρων δυνατοτήτων, τότε είναι δυνατόν η επίμεμπτη εσφαλμένη συμπεριφορά να τοποθετείται σε χρονικό σημείο προγενέστερο της πράξης ή παράλειψης (αρχή της action libera in causa) .  Ο δόλος του δράστη πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνον τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση περί του ευλόγου της συμπεριφοράς, αλλά τουλάχιστον και την κατά παράλληλη εκτίμηση στη λαϊκή σφαίρα αξιολόγηση του εύλογου αυτού χαρακτήρα ακόμα να καταλαμβάνει το αποτέλεσμα της μη υποστηριξιμότητας μιας απόφασης.  Η ίδια η λέξη «κερδοσκοπικός», παρότι στην τρέχουσα γλώσσα διατηρεί έναν υπαινιγμό αισχροκέρδειας, είναι από νομική άποψη προβληματική, καθώς η κερδοσκοπία είναι στόχος της επιχείρησης. Ανεξάρτητα από αυτό, παραμένει ασαφές πού τίθεται το όριο του επιχειρηματικού κινδύνου κατά τη συνετή οικονομική διαχείριση, ιδίως στη σημερινή οικονομία όπου η ανάληψη κινδύνου συνδέεται με το προσδοκώμενο όφελος. Σε περιόδους κρίσης, για παράδειγμα,  οι επιχειρήσεις οδηγούνται συχνά σε προσωρινή ανάληψη ζημιογόνων έργων προκειμένου να διατηρήσουν ταμειακές ροές (cash flow) μέχρι την ανάκαμψη της αγοράς. Σε εταιρείες χαρτοφυλακίου, πάλι, ενδέχεται η ίδια ριψοκίνδυνη πολιτική που κάποτε απέφερε υπερκέρδη να οδηγήσει σε υπερχρέωση σε περίοδο κατάρρευσης της αγοράς. Η ρευστότητα διατύπωσης της διάταξης εναποθέτει στον δικαστή το δύσκολο έργο να σταθμίσει αν και πότε κρίνεται  ως «μη συνετή» η τακτική που προ ολίγων ετών επαινούνταν ως κερδοφόρος!

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η καταδίκη για το αδίκημα του α. 171 Πτωχ. Κώδικα επισύρει και βαριά συνέπεια στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει επιτύχει την επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης (107 επ. Πτωχ. Κωδ.), καθώς σύμφωνα με το α. 127 παρ. 1 του Κώδικα η καταδίκη για δόλια χρεοκοπία κατ’ α. 171 επάγεται αυτοδίκαιη ακύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης και μετά την επικύρωσή του.

Ανάλογα ερωτήματα «αναχρονιστικής» οπτικής  εγείρει και η επόμενη βασική ποινική διάταξη του α. 172 πτωχευτικού κώδικα περί προνομιακής μεταχείρισης πιστωτών:

 2. «Ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή

Άρθρο 172.-1. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, όποιος ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών.

2.Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 171 εφαρμόζεται αναλόγως.»

Η διάταξη είναι ορθή, φυσικά. Έκανα, όμως, λόγο για ενδεχόμενη «αναχρονιστική» οπτική, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ύποπτη περίοδος είναι μακρά, ακόμη και διετής, ανατρέχοντας σε χρόνο όπου ο επιχειρηματίας αγωνιζόταν με ισχυρές ελπίδες επιβίωσης, ανεξάρτητα αν εκ των υστέρων κρίθηκε ότι είχε επέλθει οικονομική ανισορροπία τέτοια που να συνιστά παύση πληρωμών. Σε τέτοια περίπτωση, ενδέχεται να είναι υπερβολικά αυστηρό να ποινικοποιείται π.χ. η επιλογή του να παράσχει κατά προτίμηση ασφάλεια σε βασικό του προμηθευτή, προκειμένου να εξακολουθήσει να τον προμηθεύει, έστω και αν, μετά την οικονομική πτώση, η ασφάλεια αυτή έχει οδηγήσει τον προμηθευτή σε καλύτερη θέση από άλλους πιστωτές..

Παρότι η χρεοκοπία και η ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή αποτελούν τα βασικά πτωχευτικά αδικήματα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι υπόλοιπες ποινικές διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα, ιδίως εκείνη του α. 173, που καθιερώνει αυτοτελή ποινική ευθύνη τρίτων προσώπων, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι σπάνια οι τρίτοι ενεργούν αυτοτελώς και ερήμην του οφειλέτη, ώστε στις περισσότερες περιπτώσεις για τη δίωξή τους θα αρκούσαν οι διατάξεις περί συμμετοχής του Ποινικού Κώδικα.

Παραθέτω τις διατάξεις αυτές:

3. «Ποινική ευθύνη τρίτων

Άρθρο 173.-1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος: 

α)εν γνώσει του ότι άλλος απειλείται να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων ή

β) μετά την παύση των πληρωμών του, με τη συναίνεση του οφειλέτη ή προς όφελος εκείνου, εξαφανίζει ή παρασιωπά ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία εκείνου, τα οποία σε περίπτωση πτώχευσης ανήκουν στην Πτωχευτική περιουσία ή ενεργώντας κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής διαχείρισης, τα καταστρέφει, τα βλάπτει ή τα καθιστά άχρηστα.

2.Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο πιστωτής που συνομολογεί με τον οφειλέτη ή άλλο πρόσωπο ιδιαίτερα ωφελήματα χάριν της ψήφου του στις διασκέψεις της πτώχευσης ή όποιος συνάπτει ιδιαίτερη συμφωνία που ωφελεί τον ίδιο και επιβαρύνει το ενεργητικό της πτώχευσης. Οι συμφωνίες αυτές κηρύσσονται άκυρες έναντι πάντων και έναντι του οφειλέτη από το πτωχευτικό δικαστήριο.

3.Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί, διότι προβλέπεται ότι η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της Διαδικασίας (άρθρο 6 παράγραφος 2).

4.Ποινική ευθύνη συζύγων και συγγενών

Άρθρο 174.

1. Ο σύζυγος, οι κατιόντες ή ανιόντες του οφειλέτη και οι κατά την ίδια τάξη εξ αγχιστείας συγγενείς του που εν γνώσει παρανόμως ιδιοποιούνται, υπεξάγουν ή αποκρύπτουν πτωχευτικά πράγματα, χωρίς συνεννόηση με τον οφειλέτη, τιμωρούνται κατά τις διατάξεις περί κλοπής ή υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα και διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως.

2.Αν οι πράξεις αυτές τελούνται μετά από συνεννόηση με τον οφειλέτη, 
εφαρμόζονται ως προς τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου οι διατάξεις περί συμμετοχής του Ποινικού Κώδικα.

5. Αδικήματα συνδίκων

Άρθρο 175.

1. Κάθε παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας από τον σύνδικο ή από πρόσωπα που έχουν προσληφθεί για τις ανάγκες της πτώχευσης τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 375 επ.).

2.Κάθε ψευδής παράσταση του συνδίκου με την έκθεση του άρθρου 70 ή με μεταγενέστερες εκθέσεις, δηλώσεις και υπομνήματα του, προς βλάβη του οφειλέτη ή των πιστωτών, τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί απάτης του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 386 επ.).

3.Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή διπλάσια της ωφέλειας του ο σύνδικος που πωλεί πτωχευτικά πράγματα και τα αγοράζει εμμέσως ο ίδιος με παρένθετα πρόσωπα. Το ποσό της χρηματικής ποινής εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και αποδίδεται από το Δημόσιο στην πτώχευση.

6. Ποινική ευθύνη των διαχειριστών κ.λπ. των νομικών προσώπων

Άρθρο 176.-1. Όταν η πτώχευση αναφέρεται σε νομικά πρόσωπα, ποινική ευθύνη για τις πράξεις του παρόντος κεφαλαίου, έχουν εκείνοι από τους διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές τους, οι οποίοι διέπραξαν τα εν λόγω εγκλήματα.

2.Οι διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές των νομικών προσώπων τιμωρούνται με τις ποινές της παραγράφου 1 του άρθρου 171 και όταν έλαβαν προκαταβολές ανώτερες από αυτές που προβλέπονται στο καταστατικό του νομικού προσώπου.»

Παρατηρεί κανείς, ως προς την ευθύνη των συγγενών αλλά και των συνδίκων, ότι ο Πτωχευτικός Κώδικας εισήγαγε διατάξεις που παραπέμπουν ρητά σε εκείνες του Ποινικού Κώδικα. Αυτό είναι, νομίζω, νομοτεχνικά περιττό, καθώς οι διατάξεις αυτές θα είχαν ούτως ή άλλως εφαρμογή, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να εγείρει και ερωτήματα. Στην περίπτωση των συνδίκων, για παράδειγμα, η διάταξη του α. 175 παρ.2 θα μπορούσε –με μία ακραία ερμηνεία- να αφήσει έδαφος σε ερμηνεία ότι κάθε ψευδής παράσταση του συνδίκου με σκοπό τη βλάβη των πιστωτών θα διωκόταν ως απάτη, ακόμη και αν ήταν απρόσφορη να προκαλέσει πλάνη των πιστωτών και ζημία τους εξαιτίας αυτής. Το σωστό είναι, φυσικά, ότι εφαρμόζεται η διάταξη του α. 386 Π.Κ. με το πλήρες περιεχόμενό της και όχι ότι θεσπίζεται κάποιο νέο, «ιδιώνυμο» αδίκημα. Θα ήταν, όμως, μάλλον ορθότερο αν η ποινική αξιολόγηση είχε αφεθεί απευθείας στον Ποινικό Κώδικα χωρίς παραπομπή.

Η μέχρι στιγμής εισήγησή μου έχει ασχοληθεί με τα ειδικά ποινικά αδικήματα περί αφερεγγυότητας. Όσο, όμως, και αν φαίνεται παράδοξο, στην οικονομική και νομική πρακτική, δεν είναι αυτά τα αδικήματα που βαρύνουν συνήθως σε περίπτωση υπερχρέωσης, αλλά όσα στοιχειοθετούνται με βάση άλλες, γενικές διατάξεις. Είναι τα «τυπικά» αδικήματα που ανέφερα στην εισαγωγή και κολάζουν ακόμη και την οικονομική αδυναμία – και δη τα ποινικά αδικήματα για καθυστέρηση καταβολής μισθών, αποζημιώσεων, φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, το ειδικό «φορολογικό ποινολόγιο» του ν. 2523/97, μετά τις επανειλημμένες δρακόντειες τροποποιήσεις του, το οποίο διώκει οφειλέτες και σε βαθμό κακουργήματος, καθώς και το ποινικό αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής. Επίσης σημαντικά, ιδίως επειδή στην πράξη γίνεται κατάχρησή τους, αποδεικνύονται τα αδικήματα της απάτης, της καταδολίευσης δανειστών ή και της πλαστογραφίας (ιδίως σε περιπτώσεις επιταγών «ευκολίας»), καθώς πολλοί εγχειρόγραφοι πιστωτές επιδιώκουν να «ενδύσουν» ως ποινικό αδίκημα του οφειλέτη τους την αδυναμία ή άρνησή του να τους εξοφλήσει, με την ελπίδα ότι η απειλή μιας κακουργηματικής κατηγορίας θα τον εξαναγκάσει σε καταβολή.

Σημειώνεται, πριν προχωρήσουμε στην επισκόπηση καθενός των αδικημάτων αυτών, ότι, με βάση το α. 106η του Πτωχευτικού Κώδικα (όπως προστέθηκε με το α. 12 ν. 4043/2011 και αντικαταστάθηκε με το α. 234 παρ. 10 ν. 4072/2012), σε περίπτωση που επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης του οφειλέτη αναστέλλεται η ποινική δίωξη για τα αδικήματα έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, καθυστέρησης ασφαλιστικών εισφορών και  καθυστέρησης πληρωμής χρεών προς το Δημόσιο (α. 25 ν. 1882/90), το δε αξιόποινο των πράξεων αυτών εξαλείφεται εάν ο οφειλέτης εκπληρώσει πλήρως και εμπροθέσμως τις υποχρεώσεις του όπως έχουν διαμορφωθεί με την επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης. Η ρύθμιση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς υπό το προϊσχύσαν δίκαιο καταγραφόταν η αντίφαση να επικυρώνεται μεν συμφωνία εξυγίανσης της επιχείρησης, αλλά να εξακολουθεί να διώκεται ποινικά ο υπεύθυνός της για την καθυστέρηση των οφειλών που είχαν ενδιαμέσως περιοριστεί ή/και διακανονιστεί με τη συμφωνία εξυγίανσης. Η αναστολή της δίωξης και η μετέπειτα εξάλειψη του αξιοποίνου παρέχουν ένα πρόσθετο, ισχυρό κίνητρο στους επιχειρηματίες να εξαντλήσουν κάθε τρόπο για τη διάσωση των επιχειρήσεών τους.

Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινισθεί ότι η εκ του νόμου αυτή αναστολή της δίωξης και εν συνεχεία εξάλειψη του αξιοποίνου δεν έχουν εφαρμογή στα αδικήματα φοροδιαφυγής των α. 17,18 και 19 ν. 2523/97, είτε διώκονται σε πλημμεληματικό είτε σε κακουργηματικό βαθμό. Ο δικαιολογητικός λόγος της διάκρισης ανιχνεύεται στο ότι σε αυτά τα αδικήματα ενυπάρχει το στοιχείο της ανακριβούς δήλωσης. Ωστόσο, με εξαίρεση την έκδοση πλαστών ή εικονικών στοιχείων, πολλές φορές στην περίπτωση του ΦΠΑ ή και του φόρου εισοδήματος η ανακριβής δήλωση οφείλεται σε αδυναμία πληρωμής: η επιχείρηση δηλώνει ανακριβώς λόγω αδυναμίας να καταβάλει με την ελπίδα να ανακάμψει και να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση επιβαρυνόμενη με τα σχετικά πρόστιμα. Ίσως θα έπρεπε σε τέτοια περίπτωση η επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης να προβλέπεται, αν μη τι άλλο, ως ρητή ελαφρυντική περίσταση κατά την ποινική αξιολόγηση και των αδικημάτων των α. 17 και 18 ν. 2523/97.

7.Η καθυστέρηση αποδοχών

Η ποινική ευθύνη του εργοδότη για τη μη καταβολή των μισθών έχει θεσπιστεί από δεκαετίες, με το μοναδικό άρθρο του Α.Ν. 690/1945, όπως η πρώτη παράγραφός του αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 8 του Ν.2336/1995: 

«1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας,  ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ..»

Το αδίκημα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, οι δε ποινές φυλάκισης είναι μετατρέψιμες κατά τις γενικές διατάξεις, πρέπει όμως να επισημανθεί μία δευτερογενής επίδραση της σχετικής καταδίκης: καθώς οι επιβαλλόμενες χρηματικές ποινές είναι ιδιαίτερα ψηλές, οι καταδικαζόμενοι χωρίς ελαφρυντικά, ιδίως εάν είναι εργοδότες μεγάλου αριθμού εργαζομένων, αδυνατούν συνήθως να τις καταβάλουν. Οι ποινές βεβαιώνονται στο δημόσιο ταμείο και οι καταδικαζόμενοι μεταβάλλονται σε οφειλέτες του Δημοσίου, με αποτέλεσμα να διώκονται εκ νέου ποινικά βάσει του α. 25 ν. 1882/90 (α. 23 ν. 2523/97) – ώστε απειλούνται με νέα ποινή φυλάκισης επειδή δεν πλήρωσαν ποινή χρηματική…

Με το άρθρο 28 του ν. 3996/2011, η ποινική δίωξη των εργοδοτών επεκτάθηκε και στην καθυστέρηση καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης:
 
 
«Άρθρο 28 

Ποινικές κυρώσεις

1.Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α`218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.

2.Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.»

Αυτονόητος στόχος των συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων είναι το γενικοπροληπτικό μήνυμα προς τους εργοδότες ότι κινδυνεύουν με σοβαρές κυρώσεις εάν καταχρώνται την ισχύ τους και καθυστερούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς το προσωπικό, που κατά τεκμήριο έχει ανάγκη τον μισθό για την τρέχουσα συντήρησή του. Ωστόσο, όπως είπαμε και στην αρχή, σε περίπτωση υπερχρέωσης οι χρόνοι κίνησης των σχετικών διαδικασιών καθιστούν συνήθως αδύνατη για έναν εργοδότη την εξόφληση όλων των υποχρεώσεών του προς το προσωπικό, καθώς, ακόμη και αν υποβάλει αίτηση πτώχευσης αμέσως μόλις παρουσιαστεί πρόβλημα, θα παρέλθει τουλάχιστον πεντάμηνο για να καταστεί δυνατή η απόλυση του προσωπικού από τον σύνδικο. Ο εργοδότης θα πρέπει, λοιπόν, να έχει διαθέσιμο το ποσό των αποδοχών για το μεσοδιάστημα, πράγμα συνήθως αδύνατο στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον της ταμειακής ασφυξίας. Ακόμη, λοιπόν, και οι έντιμοι προς το προσωπικό εργοδότες θα καταστούν, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, ποινικώς διωκόμενοι και θα πρέπει να υποστηρίξουν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων την έλλειψη δόλου τους ή τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων. Ο ίδιος κίνδυνος συντρέχει σε περίπτωση άγονης προσπάθειας επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης: εάν η προσπάθεια δεν ευοδωθεί, ο εργοδότης θα είναι ποινικά εκτεθειμένος για τις αποδοχές, ασφαλιστικές εισφορές και Φ.Μ.Υ. του προσωπικού για όλο το χρονικό διάστημα που θα έχει διαρκέσει η διαδικασία του α. 99 Πτ.Κωδ. μέχρι την απόρριψή της.

8. Η καθυστέρηση ασφαλιστικών εισφορών

Σε τέτοια περίπτωση, η επισώρευση καθυστερούμενων μισθών ή μισθών υπερημερίας θα συνοδεύεται από αντίστοιχη επιβολή ασφαλιστικών εισφορών και φόρου μισθωτών υπηρεσιών, η καθυστέρηση πληρωμής των οποίων τιμωρείται επίσης ποινικά με άλλες διατάξεις. Για τις ασφαλιστικές εισφορές, εφόσον το καθυστερούμενο ποσόν υπερβαίνει τις € 20.000  ως προς τις εργοδοτικές και τις € 10.000 ως προς τις εργατικές, ισχύει, όπως τροποποιήθηκε, η διάταξη του α. 1 του α.ν. 86/1967:

«Άρθρον 1.

1.Οστις υπέχων νόμιμον υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείον Εργασίας υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή ειδικούς Λογαριασμούς, δεν καταβάλλει ταύτας εντός μηνός, αφ ής αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών.

2.Οστις  παρακρατών  ασφαλιστικάς  εισφοράς  των  παρ  αυτώ εργαζομένων επί  σκοπώ  αποδόσεως  εις  τους  κατά  την  παράγραφον  1  Οργανισμούς  δεν  καταβάλλει  ή  δεν αποδίδει ταύτας προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός αφ` ης  κατέστησαν  απαιτηταί  τιμωρείται  επί υπεξαιρέσει δια  φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών.»

Το όριο για την ποινική δίωξη, σύστοιχο προφανώς προς την κατανόηση του νομοθέτη – που όμως δεν έχει βρει το ανάλογό της ως στις φορολογικές υποχρεώσεις- ότι η οικονομική κρίση έχει καταστήσει πολυάριθμους μικρούς εργοδότες οφειλέτες των ασφαλιστικών ταμείων, ορίσθηκε στα παραπάνω ποσά με τη διάταξη του άρθρου 30 Ν.3904/2010. 

Αντιθέτως για τους μεγάλους οφειλέτες προβλέφθηκε με το άρθρο 22 παρ.1 ν.4038/2012 επέκταση του αυτοφώρου, όπως και για τις οφειλές προς το Δημόσιο, με προσθήκη έκτης παραγράφου στο α. 1 του ΑΝ 86/1967, σύμφωνα με την οποία:

«6. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος των παραγράφων 1 και 2 για όσους οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.»

Η ειδική αυτή εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας κατά διάτρηση των γενικών διατάξεων, αλλά και κατά παράβαση της κοινής αντίληψης περί αυτοφώρου, εγείρει πλήθος ερωτημάτων, που θα μου επιτρέψετε, όμως, να θίξω στη συνέχεια σε σχέση με τα αδικήματα φοροδιαφυγής. Θα ήθελα, απλώς, να επισημάνω πως δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει τη σκέψη ότι η σχετική ρύθμιση έγινε πρωτίστως για τις εντυπώσεις, προκειμένου να παράγονται τίτλοι εφημερίδων και φωτογραφίες επιχειρηματιών με χειροπέδες: επί της ουσίας, θα αρκούσε η πρόταξη των υποθέσεων μεγάλων οφειλετών στα τακτικά πινάκια, ώστε να δικάζονται σύντομα. Ελάχιστοι από τους οφειλέτες επιλέγουν τη «φυγή» από την υποβολή τους στη Δικαιοσύνη – και όσοι το έκαναν, θα το κάνουν και εφεξής έγκαιρα, μόλις δουν ότι το ύψος των χρεών τους κατέστη σημαντικό.

Η ποινική δίωξη της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών έχει ενδιαφέρον, ως προς τη στάση του νομοθέτη απέναντι στην πραγματικότητα της οικονομικής ζωής, διότι υποκρύπτει μία αντίφαση επιλογών. Πράγματι, ο ασφαλέστερος τρόπος πίεσης προς κάποιον εργοδότη να καταβάλει έγκαιρα τις ασφαλιστικές εισφορές, θα ήταν η μετά από κάποιο διάστημα υπερημερίας διακοπή της ασφάλισης του προσωπικού. Οι εργαζόμενοι θα πίεζαν τον εργοδότη να προτάσσει την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεών του και το διάστημα καθυστέρησης θα περιοριζόταν. Αυτό, όμως, θα σήμαινε και ότι το ΙΚΑ θα «προκαλούσε» (με πολλά εισαγωγικά, βέβαια) τη διακοπή λειτουργίας προβληματικών επιχειρήσεων. Είναι εμφανές ότι δεν το επιθυμεί και για τούτο ο νομοθέτης, παρότι θεωρεί την καθυστέρηση ποινικό αδίκημα,  επιλέγει να συνεχίζεται η ασφαλιστική κάλυψη του προσωπικού καθ΄όλο το διάστημα της καθυστέρησης πληρωμών των εισφορών .

9.Ακάλυπτη επιταγή

Παρότι η ποινική δίωξη για τις ασφαλιστικές εισφορές είναι συγγενής σε λογική προς το φορολογικό αδίκημα του α. 25 ν. 1882/90, με το οποίο ποινικοποιείται κάθε οφειλή προς το Δημόσιο, θα ήθελα να εντάξω το αδίκημα αυτό στην όλη ποινική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και να συνεχίσω την εισήγησή μου σε σχέση με το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που αποτελεί επίσης ένα από τα συχνότερα σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας. 

Η σχετική διάταξη του α. 79 ν. 5960/33, ορίζει στα πρώτα δύο άρθρα της ότι:

Άρθρ.79.  

“1. Ο εκδίδων  επιταγήν  μη πληρωθείσαν  επί πληρωτού παρ` ω δεν έχει αντίστοιχα  διαθέσιμα  κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται διά φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών.

2.Επιβάλλεται  φυλάκισις τουλάχιστον  ενός έτους α) εάν ο υπαίτιος μετέρχηται την εν παρ.1 πράξιν  κατεπάγγελμα  ή κατά συνήθεια ή β) εάν αι περιστάσεις  υφ άς ετελέσθη  η πράξις μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνος. Εις τας περιπτώσεις ταύτας το δικαστήριον, διά της αυτής αποφάσεως, διατάσσει την διά του τύπου δημοσίευσιν, επιμελεία του  εισαγγελέως, περιλήψεως της καταδικαστικής  αποφάσεως, της σχετικής δαπάνης περιλαμβανομένης εις τα, κατά το άρθρ.581 του Κώδ. Ποιν. Δικονομίας, έξοδα.»

Από το 1996 το αδίκημα διώκεται κατ’ έγκληση  και όχι αυτεπάγγελτα, όπως προγενέστερα, η δε μεταγενέστερη εξόφληση του κομιστή εξαλείφει το αξιόποινο, ενώ κατά το προϊσχύσαν δίκαιο επιβαλλόταν ποινή με ελαφρυντικό.

Το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, που έχει ενδιαφέρον και ως αστικό αδίκημα καθώς ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής υπόκειται και σε αγωγή αποζημίωσης με αίτημα εκτέλεσης της απόφασης με προσωπική κράτηση, αποτελεί ένδειξη των στρεβλώσεων της ελληνικής οικονομίας και των σχέσεών της με τον ποινικό νόμο. Η μη πληρωμή της επιταγής είναι ποινικό αδίκημα, επειδή η επιταγή αποτελούσε μέσο πληρωμής. Ο ποινικός νομοθέτης ήρθε να ενισχύσει το κύρος της ως τέτοιου μέσου, ώστε να ενθαρρυνθεί η μείωση της κυκλοφορίας μετρητών. Με τη μεταβολή της επιταγής σε μέσο πίστωσης, την κυκλοφορία μεταχρονολογημένων –κυρίως- επιταγών και τη νομιμοποίηση της προεξόφλησής τους από τις τράπεζες, η επιταγή κατέστη μία ποινικώς «εξοπλισμένη» συναλλαγματική. Η στενότητα χρήματος στην αγορά και η αδυναμία των επιχειρήσεων να δανεισθούν, ακόμη και στις «καλές εποχές», πρόσθεσε στον όγκο των εν κυκλοφορία μεταχρονολογημένων επιταγών και τις λεγόμενες επιταγές ευκολίας: εκείνες, δηλαδή, που δεν αντικρίζουν αληθινές εμπορικές υποχρεώσεις, αλλά ανταλλάσσονται από επιχειρήσεις με δανειακές ανάγκες και προεξοφλούνται εν συνεχεία από την καθεμία τους σε τράπεζες.

Η πτώση των επιχειρήσεων «παράγει» συνήθως όγκο ακάλυπτων μεταχρονολογημένων επιταγών, γνήσιων ή ευκολίας, και ανάλογο όγκο ποινικών διώξεων, στα οποία ουσιαστικά ο κατηγορούμενος απειλείται με ποινή επειδή δεν πρόβλεψε την αδυναμία του να εξοφλήσει μελλοντικό χρέος. Διώκεται, δηλαδή, ποινικά για αθέτηση «υπόσχεσης» που αναφέρεται στο μέλλον. Ακόμη και σε αποδεδειγμένη περίπτωση επιταγών ευκολίας, η Νομολογία δέχεται ότι η ποινική ευθύνη του εκδότη δεν επηρεάζεται, αλλά μπορεί μόνον, υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, να αποκρουσθεί η αστική .

Το πρόβλημα επιτείνεται λόγω του συνήθους στην πράξη συνδυασμού της ακάλυπτης επιταγής με τη διάταξη του α. 386 Π.Κ. περί απάτης. Όπως προαναφέρθηκε, στις περιπτώσεις αφερεγγυότητας είναι σύνηθες οι εγχειρόγραφοι πιστωτές να επιχειρούν να «ενδύσουν» την εμπορική διαφορά με τον μανδύα της ποινικής απάτης, ακόμη και αν η μόνη περί ψεύδους αιτίαση εξαντλείται στην εκ μέρους του οφειλέτη επίκληση της φερεγγυότητάς του. Όταν οι ανεξόφλητες οφειλές καλύπτονται με επιταγές, η καταμήνυση για απάτη είναι ακόμη συνηθέστερη και δεν σπανίζουν, δυστυχώς, οι περιπτώσεις στις οποίες ο ποινικός δικαστής  προεξοφλεί την δόλια απατηλή πρόθεση από μόνη την ύπαρξη του χρέους. Το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής, παρότι όχι το βαρύτερο, είναι από την άποψη αυτή  το πιθανώς ενδεικτικότερο της δυσκολίας του νομικού και οικονομικού μας συστήματος να διαστείλει τις περιουσιακές επιπτώσεις που δικαιολογημένα πρέπει να υφίσταται ένας χρεώστης από την -ξένη προς την ελεύθερη οικονομία και τους κινδύνους της- ισοπεδωτική αντιμετώπισή του ως εγκληματία.

Ως προς την ποινική αξιολόγηση της πτώχευσης στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, πιστεύω, καθίσταται κατά νόμον αναμφισβήτητο πως ο κηρυχθείς σε πτώχευση εισέρχεται σε ένα ιδιότυπο καθεστώς σαφώς ελεγχόμενης και συνακόλουθα περιορισμένης ικανότητας για την περαιτέρω διαχείριση και διάθεση της περιουσίας του, η οποία πλέον καθίσταται «πτωχευτική περιουσία» και είναι υπέγγυα στο σύνολό της για την εξόφληση των πτωχευτικών πιστωτών. Την εξουσία διαχείρισης και διάθεσης αυτής της περιουσίας έχει τώρα ο ορισθείς από το δικαστήριο σύνδικος πτωχεύσεως, χωρίς την σύμπραξη του οποίου είναι ανενεργείς οι πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας από τον πτωχό ή προς αυτόν, εφόσον πλέον  ο τελευταίος εκπροσωπείται νομίμως από τον σύνδικο (άρθρο 17 παρ. 1 εδ.8 Ν.3588/2007).

Ειδικότερα είναι άκυρη και στερείται οποιωνδήποτε εννόμων συνεπειών, οπότε ως τέτοια υπόκειται σε «πτωχευτική ανάκληση» κάθε ετεροβαρής πράξη του πτωχού, με την οποία επέρχεται ελάττωση της κινητής ή ακίνητης περιουσίας του. Επιπλέον είναι άκυρη κάθε πληρωμή ληξιπροθέσμων ή μη οφειλών είτε αυτή πραγματοποιείται με την καταβολή μετρητών, είτε με την παράδοση αξιογράφων. Στα πλαίσια της ίδιας πιο πάνω επιδίωξης του νομοθέτη, οι διατάξεις των άρθρων 41 επ. Πτωχ.Κ. προβλέπουν την αναζήτηση και επιστροφή στην πτωχευτική περιουσία των (κινητών ή ακινήτων) στοιχείων αυτής, που αποτέλεσαν αντικείμενο εκποίησης του πτωχού προς τρίτους. Αλλά εκτός και πέραν των παραπάνω αστικών συνεπειών, ο πτωχός εκείνος, που προβαίνει σε τέτοιες διαθέσεις, τελεί την αξιόποινη πράξη της απλής χρεοκοπίας κατ’ άρθρο 679 παρ. 4 ΕΝ και άρθρο 171 ΠτωχΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 398 ΠΚ), ενώ συγχρόνως μπορεί η  σχετική συμπεριφορά του να πραγματώνει και την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της καταδολίευσης δανειστών  (397 ΠΚ), η συρροή των οποίων ορθότερο είναι να χαρακτηρισθεί ως φαινομένη, δεδομένου του χαρακτήρα του εγκλήματος της απλής χρεοκοπίας, ως ειδικού έναντι του γενικοτέρου εγκλήματος της καταδολίευσης δανειστών και όχι λόγω επικουρικότητας του δευτέρου έναντι του πρώτου εγκλήματος (όπως ισχύει για την συρροή της καταδολίευσης δανειστών με την δόλια χρεοκοπία), εφόσον η ποινή των εγκλημάτων της καταδολίευσης δανειστών και της απλής χρεοκοπίας είναι ακριβώς η ίδια . Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα κατέληξε η νομολογία του ΑΠ, η οποία δέχεται ότι ο πτωχός δεν έχει την δυνατότητα διάθεσης των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, όχι μόνον από την κήρυξη του σε πτώχευσης (με τη δημοσίευση της απαραίτητης δικαστικής απόφασης από το αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο), αλλά και καθ’ όλην την «ύποπτη περίοδο» (ακόμη και δέκα μέρες πριν από αυτήν, δηλ. κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών, όπως αυτή προσδιορίσθηκε με την πτωχευτική απόφαση και μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της τελευταίας πιο πάνω αποφάσεως) .

Απαιτείται συνεπώς δόλος (δηλ.γνώση και βούληση) ως προς όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του τετελεσμένου εγκλήματος. Γι’αυτό ορθά υποστηρίζεται ότι η απόπειρα είναι μία πλήρως ηθελημένη αλλά μερικώς εκτελεσθείσα αξιόποινη πράξη, ένα έγκλημα κόλουρο (ανολοκλήρωτο) μεν ως προς την αντικειμενική υπόστασή του, αλλά ολοκληρωμένο κατά την υποκειμενική υπόστασή του. Ο δόλος της απόπειρας ταυτίζεται λοιπόν (ως προς το είδος, την ένταση και τα λοιπά στοιχεία του) με τον δόλο του τετελεσμένου εγκλήματος, εφόσον ο αποπειρώμενος δεν θέλει την απόπειρα αλλά την τελείωση του εγκλήματος .

Η εφαρμογή των παραπάνω αρχών καθίσταται ιδιαίτερα χαρακτηριστική στην κρινόμενη περίπτωση της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, δεδομένου ότι με βάση την εμφάνιση του εν λόγω εγκλήματος στην καθημερινή πρακτική γίνεται εμφανές ότι είναι σχετικά σπάνιες –ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης- οι περιπτώσεις έκδοσης επιταγής ως μέσου πληρωμής, όπου ο χρόνος έκδοσης και πληρωμής της είναι ο ίδιος (ενόψει), εφόσον εδώ ο οφειλέτης κατά κανόνα εκπληρώνει την υποχρέωσή του με μετρητά χρήματα και δεν καταφεύγει στην έκδοση επιταγής, ακόμη και όταν ο δανειστής κατοικεί μακριά του, λαμβανομένου υπόψιν ότι μπορεί να εμβάσει ηλεκτρονικά τα οφειλόμενα ποσά σε τραπεζικό λογαριασμό του δανειστή του. Απεναντίας όμως είναι αρκετά συνήθης η (μεγαλύτερη ή μικρότερη) απόσταση ανάμεσα στον χρόνο έκδοσης και τον χρόνο πληρωμής της επιταγής, δηλ. η έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής ως μέσου πίστης , οπότε η γνώση και βούληση του εκδότη για την ύπαρξη ή μη των αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων του στον πληρωτή και κατά την έκδοση αλλά και κατά τον χρόνο πληρωμής της επιταγής έχει αξιόλογη ποινική σημασία ως μερικότερη περίπτωση πραγματικής πλάνης.

Όπως είναι γνωστό, η κρατούσα στη θεωρία άποψη  υποστηρίζει ότι στην έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής η αντικειμενική υπόσταση καθίσταται πλήρης όχι μόνον κατά τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης, αλλά κατά τον χρόνο που ολοκληρώνεται η πραγματική κυκλοφορία της, δηλ. στη μελλοντική ημερομηνία, η οποία τέθηκε στην επιταγή ως χρόνος έκδοσής της με βάση τη σχετική συμφωνία εκδότη-λήπτη, οπότε μπορεί η επιταγή να εμφανισθεί προς πληρωμή από τον τελευταίο κομιστή.  Κατ’ επέκταση η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του εκδότη να διαθέτει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή και’ συνακόλουθα να ματαιώσει το βλαπτικό αποτέλεσμα της μη πληρωμής της επιταγής αρχίζει από το χρονικό σημείο,  που πληρούται με την παραπάνω έννοια η έκδοση της επιταγής, δηλ. όχι από τον πραγματικό χρόνο έκδοσής της, αλλά από την ημερομηνία που αναφέρεται συμβατικά στην επιταγή ως χρόνος έκδοσής της και διαρκεί 8 ημέρες από το ανωτέρω χρονικό σημείο. Συνεπώς κατά τον χρόνο πραγματικής έκδοσης της μεταχρονολογημένης επιταγής ο εκδότης δεν υποχρεούται ακόμη να διαθέτει (ήδη από τότε) αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή  , εφόσον κατά κανόνα στις περιπτώσεις των μεταχρονολογημένων επιταγών ο λήπτης αυτών γνωρίζει ήδη κατά την παραλαβή τους (τουλάχιστον ως ενδεχόμενο) και έχει συμφωνήσει (συναίνεση) με τον εκδότη αφενός ότι ο τελευταίος δεν διαθέτει κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης αυτών τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή, διότι άλλως θα κατέβαλλε την οφειλή του σε μετρητά και δεν θα χρησιμοποιούσε την επιταγή ως μέσον πίστης, και αφετέρου ότι θα διαθέτει αυτά στον αναγραφόμενο στην επιταγή μεταγενέστερο χρόνο έκδοσής της .

Με δεδομένα τα παραπάνω κρίσιμα στοιχεία, γίνεται περαιτέρω ορθά δεκτό ότι, για να πληρούται η υποκειμενική υπόσταση της έκδοσης ακάλυπτης μεταχρονολογημένης επιταγής, θα πρέπει ο εκδότης κατά τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης της επιταγής  να γνωρίζει (τουλάχιστον ως ενδεχόμενο) και να θέλει την έλλειψη των αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή και την προερχόμενη από αυτήν την έλλειψη) μη πληρωμή της επιταγής ανυπερθέτως όχι στον πραγματικό αλλά στον μεταγενέστερο (αναγραφόμενο) χρόνο έκδοσης της επιταγής .

Επομένως, αν ο εκδότης της μεταχρονολογημένης επιταγής πιστεύει καλόπιστα,  κατά τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης αυτής, ότι κατά τον αναγραφόμενο στην επιταγή ως χρόνο έκδοσης της θα διαθέτει τα αντίστοιχα κεφάλαια στον πληρωτή και ότι συνακόλουθα θα πληρωθεί από αυτά η επιταγή (διότι λ.χ. θα λάβει αυτά προηγουμένως από  άλλους οφειλέτες του, οι οποίοι μάλιστα μπορεί να έχουν εκδώσει υπέρ του εκδότη της μεταχρονολογημένης επιταγής αντίστοιχες δικές τους επιταγές ή άλλα αξιόγραφα), αλλά δυστυχώς αυτή η πεποίθηση του δεν επιβεβαιώνεται αργότερα στην πράξη, τότε ο εκδότης τελεί αναμφισβήτητα σε πραγματική πλάνη ως προς τα παραπάνω κρίσιμα νομοτυπικά στοιχεία του εν λόγω εγκλήματος και γι’αυτό παραμένει ατιμώρητος, εφόσον το τελευταίο δεν τιμωρείται κατά νόμω και από αμέλεια.

10.Χρέη προς το Δημόσιο.

Το ζήτημα αυτό εγείρεται και στην ποινική μεταχείριση της φοροδιαφυγής, όπου ο νομοθέτης έχει εξελιχθεί σε αληθινή μηχανή  ταυτόχρονης παραγωγής εξοντωτικών φόρων και δρακόντειων ποινών. Στον δημόσιο διάλογο για τη φοροδιαφυγή – και δεν εννοώ μόνο τον νομικό, υπάρχει η τάση να γίνεται δεκτό ότι ο οφειλέτης φόρων τελεί εξ ορισμού εν αδίκω, ιδίως αν υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις, χωρίς να εξετάζεται ότι ο φόρος είναι μία αναγκαστική παροχή άνευ συγκεκριμένης αντιπαροχής και χωρίς να συνεκτιμάται  το γεγονός ότι η επιβολή του πρέπει αφενός να τελεί σε κάποια ισορροπία με την οικονομική κατάσταση του φορολογούμενου, αφετέρου να αντιστοιχίζεται με έλλογη κρατική στάση στο σκέλος των δαπανών. Με τη διόγκωση των φόρων, όλο και περισσότερο εμπεδώνεται η πεποίθηση ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι επιβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις είναι άμετρες, ώστε κάποιοι φορολογούμενοι να αδυνατούν γνησίως να τις εκπληρώσουν, ενώ άλλοι να έχουν …δικαιολογημένες «αντιστάσεις» στο να το πράξουν.

Η επιφύλαξη αυτή έχει αρχίσει να ενισχύεται ακόμη και σε περιπτώσεις που από τυπική άποψη εμφανίζονται ξεκάθαρες. Ο ΦΠΑ, για παράδειγμα, είναι φόρος εισπραττόμενος, παρακρατούμενος και αποδιδόμενος από τον επιτηδευματία στο κράτος. Με την πρώτη ματιά, δεν υπάρχει δικαιολογία στη μη απόδοσή του, ούτε εύλογη επιφύλαξη στην αυστηρή ποινική αντιμετώπιση της παράλειψής της. Ακόμη και σ’ αυτόν το φόρο, όμως, η οικονομική πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλή. Η αύξηση του ΦΠΑ -από 18% αρχικά και από 19% εν συνεχεία- σε 23% επάγεται ανάλογη επιβάρυνση της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας, που ενδέχεται να προκαλεί πτώση των πωλήσεων απαγορευτική για τον επιχειρηματία. Η προσπάθεια διατήρησης των τιμών με στόχο τη συγκράτηση των πωλήσεων σημαίνει «απορρόφηση» μέρους του ΦΠΑ από την επιχείρηση και άρα περιστολή των διαθεσίμων εσόδων της για την εξυπηρέτηση των λοιπών δαπανών της – και εκείνων που επισύρουν ποινική δίωξη.. Από την άλλη πλευρά, οι πολύμηνοι χρόνοι πίστωσης από τους χονδρεμπόρους προς τους πελάτες τους συμπεριλαμβάνουν παγίως και το ποσό του Φ.Π.Α. Και στις δύο περιπτώσεις ο θεωρητικώς συνεισπραττόμενος αυτός φόρος δεν εισπράττεται – ή πάντως δεν εισπράττεται στον χρόνο που είναι αποδοτέος, με αποτέλεσμα την αδυναμία της επιχείρησης να τον αποδώσει εγκαίρως στο ακέραιο.

Το δικαιοκρατικό ζήτημα εμφανίζεται ακόμη εντονότερο στις περιπτώσεις των φόρων επί της ακίνητης περιουσίας, των εκτάκτων εισφορών, των παγίων φόρων όπως το τέλος επιτηδεύματος, αλλά και της περικοπής ορισμένων βασικών αφορολογήτων. Σε περιπτώσεις μεγάλης απρόσοδης ακίνητης περιουσίας η αιφνίδια εκτόξευση των φορολογικών επιβαρύνσεων μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ όλο το ετήσιο εισόδημα των ιδιοκτητών. Σε περιπτώσεις μικρών ελευθέρων επαγγελματιών, πάλι, η κατάργηση του αφορολογήτου, η επιβολή συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ εισοδήματος και το τέλος επιτηδεύματος ενδέχεται να οδηγούν σε αποστράγγιση του διαθέσιμου εισοδήματος για την επιβίωση του επαγγελματία, του οποίου το δικαίωμα στην εργασία προστατεύεται κατά τα λοιπά σε συνταγματικό επίπεδο. Όση αυστηρότητα και αν επιστρατεύσει κανείς, δύσκολα μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να ανιχνεύσει την έντονη και καταλογιστή απαξία, στης οποίας τον κολασμό αποβλέπει, υποτίθεται, το ποινικό δίκαιο .

Πρόταξα και πάλι τον σχολιασμό έναντι των κειμένων διατάξεων, αυτές όμως μας έχουν γίνει πλέον τόσο γνωστές – παρά τη διαρκή τροποποίησή τους επί το αυστηρότερο, που νομίζω ότι θα δικαιολογήσετε τη «σπουδή» μου. 

Σε μία σύντομη ανασκόπηση των ποινικών διατάξεων για τη φοροδιαφυγή, σημειώνω ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των α. 17,18 και 19 ν. 2523/1997, όπως ισχύει, διώκονται:

-Όποιοι δήλωσαν ανακριβώς εισόδημα για πλημμέλημα και, αν το ποσό φόρου εισοδήματος που έχουν αποφύγει ξεπερνά τις 150.000 ευρώ ανά χρήση, για κακούργημα.

-Όποιοι δήλωσαν ανακριβώς ΦΠΑ ή άλλους παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, όπως κυρίως φόρο μισθωτών υπηρεσιών, για πλημμέλημα και, αν το ποσό φόρου που έχουν αποφύγει ξεπερνά τις 75.000 ευρώ ανά χρήση, για κακούργημα.

-Όποιοι εξέδωσαν πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία για πλημμέλημα και, αν η αξία τους υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, για κακούργημα.

-Εκτός αυτών των αδικημάτων, που – με τις επιφυλάξεις που ήδη προανέφερα- ενέχουν έστω ένα στοιχείο έντονης παράβασης, δηλαδή την ανακριβή δήλωση ή την πλαστότητα, σύμφωνα με το α. 25 ν. 1882/1990 (α.23 ν. 2523/97) διώκεται και όποιος απλώς καθυστερεί την καταβολή υποχρεώσεών του προς το Δημόσιο, ακόμη και αν τις έχει δηλώσει ο ίδιος πλήρως, ακόμη και αν έχει εμφανή περιουσία που το Δημόσιο μπορεί να πλειστηριάσει. Η σχετική δίωξη είναι πλημμεληματική, εάν όμως το συνολικό χρέος ξεπερνά τις 150.000 ευρώ η επιβαλλόμενη ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.

Πέραν της αυστηρότητας των διατάξεων αυτών, στα αδικήματα φοροδιαφυγής κατεγράφη πρώτα η επέκταση του αυτοφώρου, που ήδη σημειώσαμε προηγουμένως για την καθυστέρηση ασφαλιστικών εισφορών άνω του ποσού των 150.000 ευρώ. Με το α. 3 ν. 3943/2011 που τροποποίησε το α. 25 παρ. 1 ν. 1882/90 και το α.21 παρ.10 εδ.α ν. 2523/97, ορίσθηκε ως χρόνος τέλεσης των αδικημάτων φοροδιαφυγής το διάστημα από τον χρόνο που όφειλε για πρώτη φορά να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Ώστε, ενώ για έναν διαρρήκτη το αυτόφωρο παρέρχεται εντός του επομένου από την πράξη 24ώρου, για κάποιον που υπέβαλε ανακριβώς δήλωση ΦΠΑ το αυτόφωρο διαρκεί είκοσι μήνες…

Η κάμψη των γενικών ρυθμίσεων περί αυτοφώρου εγείρει σοβαρά νομικά ερωτήματα. Θα αναφέρω τα σοβαρότερα:

-Κατασκευάζεται ένα οιονεί διαρκές έγκλημα, ενώ το τελευταίο προϋποθέτει παρατεινόμενη συμπεριφορά του δράστη που εδώ δεν υφίσταται.

-Ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος διαστέλλεται από αυτόν της έναρξης παραγραφής, η οποία αρχίζει είτε με την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής είτε, αν ασκηθεί προσφυγή, με την τελεσίδικη κρίση των διοικητικών δικαστηρίων. Έτσι, αν σε κάποιον βεβαιωθεί ΦΠΑ άνω των 75.000 και ο φορολογούμενος ασκήσει προσφυγή, γίνεται αμέσως μηνυτήρια αναφορά και ασκείται δίωξη, με αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή και το αυτόφωρο, ενώ η παραγραφή δεν έχει ακόμη αρχίσει – θα αφετηριασθεί με την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.

-Δεν προβλέπονται αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των υποθέσεων στις οποίες θα εφαρμοστεί στην πράξη η αυτόφωρη διαδικασία, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η υποψία ότι η επιλογή αυτή γίνεται με βάση τις εντυπώσεις και την προβολή των συλλήψεων στα μέσα ενημέρωσης.

-Αποσυνδέεται εντελώς το αυτόφωρο από τη θεμελιώδη έννοιά του – την καταδίωξη δηλαδή του δράστη για εντελώς πρόσφατο έγκλημα ή τη σύλληψή του με ίχνη πρόσφατου εγκλήματος.

-Η αποσύνδεση αυτή γίνεται χωρίς αντικειμενικό δικαιοκρατικό λόγο, αφού η κοινή εμπειρία μαρτυρά ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι κατηγορούμενοι για φοροδιαφυγή, όπως και εκείνοι που διώκονται για καθυστέρηση ασφαλιστικών εισφορών, εμφανίζονται στις δικαστικές αρχές και εκπροσωπούνται ενώπιόν τους όποτε καλούνται από αυτές, ώστε η αυτόφωρη διαδικασία εξυπηρετεί μάλλον τις εντυπώσεις παρά κάποια ουσία. Όπως προαναφέρθηκε, όσοι πριν επέλεγαν τη φυγή, θα το κάνουν και τώρα. Η δε επίσπευση των οικείων δικών, ακόμη και αν κριθεί επιβεβλημένη έναντι άλλων υποθέσεων βίαιων αδικημάτων, μπορεί να επιτευχθεί με πρόταξη του προσδιορισμού τους στα τακτικά πινάκια.

Η στρέβλωση  αυτή έρχεται να αθροισθεί σε άλλα προβληματικά χαρακτηριστικά των ποινικών διώξεων της φοροδιαφυγής. Πέραν των όσων ήδη σημειώθηκαν, αρμόζει να αναφερθούν και τα εξής: 

-Η κλιμάκωση των ποινών στα σχετικά αδικήματα, ακόμη και η κρίσιμη διάκριση μεταξύ πλημμελήματος και κακουργήματος, γίνεται με αποκλειστικό κριτήριο το οφειλόμενο ποσόν. Το κριτήριο αυτό κρίνεται ανεπαρκές ως μέτρο απαξίας της πράξης, καθώς μία μεγάλη επιχείρηση που αντιμετωπίζει προβλήματα θα οφείλει συνήθως μεγάλα ποσά ακόμη και αν έχει καταβάλει –για παράδειγμα-  το 80% των οφειλομένων φόρων, ενώ σε μία μικρή η δίωξη θα είναι ηπιότερη ακόμη και αν ο υπεύθυνός της έχει παρακρατήσει παράνομα το σύνολο του ΦΠΑ της χρήσης. Το ζήτημα αυτό προστίθεται σε ό,τι ήδη σημειώσαμε ως προς τον πραγματικό χρόνο είσπραξης του ΦΠΑ ή την απορρόφηση μέρους του από τις επιχειρήσεις.

-Το Δημόσιο, το οποίο καθυστερεί ή και διαγράφει μονομερώς τις δικές του οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα, δεν αναγνωρίζει την οικονομική αδυναμία ως λόγο απαλλαγής των ιδιωτών. Η αναγνώριση του σχετικού ελαφρυντικού εναπόκειται στα δικαστήρια, τα οποία, εν μέσω του πιεστικού δημόσιου λόγου για τις γενικές αρνητικές επιπτώσεις της φοροδιαφυγής, τείνουν όλο και περισσότερο προς την αυστηρότητα κατά παραμερισμό των ειδικών οικονομικών περιστάσεων κάθε συγκεκριμένου κατηγορουμένου.

-Οι τακτικοί φορολογικοί έλεγχοι είναι κοινώς παραδεκτό ότι  οδηγούν συνηθέστατα σε διογκωμένες χρεώσεις λογιστικών διαφορών και προστίμων, η δικαστική αμφισβήτηση των οποίων είναι δυσχερέστατη, ενώ όσο εκκρεμεί βεβαιώνονται ποσοστά τάξεως 50% των επιβαλλομένων διογκωμένων φόρων.

-Η αφετηρίαση της ποινικής παραγραφής με την τελεσίδικη κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου σε περίπτωση προσφυγής (α. 21 παρ.10 εδ.β), παρότι δεν αποτελεί μείζον δικαιοκρατικό ζήτημα, εμφανίζεται νομοτεχνικά παράδοξη. Θα ήταν ορθότερο να αρχίζει ο χρόνος παραγραφής με την έκδοση της καταλογιστικής πράξης και να αναστέλλεται εάν ασκηθεί προσφυγή, όπως ίσχυε στο παρελθόν.

-Πρόβλημα, επίσης, δυσχερές ομολογουμένως στην απάντηση, προκύπτει από τη διαστολή μεταξύ του χρόνου τέλεσης του αδικήματος του α. 25 ν. 1882/90 και του κύκλου των διωκομένων ατόμων σε περίπτωση που οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο. Ενώ ο χρόνος τέλεσης τοποθετείται μετά παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο πληρωμής, η παρ.3 του ίδιου άρθρου διευρύνει τον κύκλο υπαιτίων εκπροσώπων νομικών προσώπων, καταλαμβάνοντας τόσο εκείνους που ήταν υπεύθυνοι εκπρόσωποι κατά τον χρόνο βεβαίωσης, όσο και εκείνους κατά τη θητεία των οποίων γεννήθηκαν ή στη θητεία των οποίων ανάγονται τα χρέη. Καθώς ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς φορολογική βεβαίωση είναι μακρός και διαρκώς παρατεινόμενος με υπουργικές αποφάσεις, παρατηρείται το φαινόμενο να διώκονται ποινικά πρόσωπα για χρέη που βεβαιώθηκαν πολλά χρόνια μετά την αποχώρησή τους από τα νομικά πρόσωπα, ακόμη και αν τα χρέη αυτά δεν αφορούν απόκρυψη εισοδήματος ή μη απόδοση παρακρατούμενων φόρων, αλλά φόρο εισοδήματος λόγω καταλογισμού λογιστικών διαφορών κατά τον τακτικό έλεγχο. Η λύση από άποψη θετέου δικαίου δεν είναι εύκολη, θα μπορούσε όμως κανείς να προτείνει να συνδεθεί η ευθύνη των πρώην εκπροσώπων κατά το α. 25 ν. 1882/90 με την ευθύνη τους για αδικήματα των α. 17,18,19 ν. 2523/97. Με αυτήν την εκδοχή, αν δεν είναι υπαίτιοι παράλειψης δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης ή έκδοσης ή αποδοχής πλαστών στοιχείων κατά τη θητεία τους, δεν θα πρέπει να διώκονται ούτε με το α. 25 ν. 1882/90 για χρέη βεβαιωμένα μετά την αποχώρησή τους.

Η  διεύρυνση του κύκλου των υπαιτίων ασκεί στην τρέχουσα Νομολογία μία πρόσθετη προβληματική «επιρροή». Παρατηρείται συγκεκριμένα σε ορισμένες αποφάσεις η τάση «αναδρομής» στο παρελθόν όχι μόνο για την αναζήτηση των υπαιτίων, αλλά και για τον προσδιορισμό του κρίσιμου χρόνου της υπαιτιότητάς τους. Στις περιπτώσεις εκείνες π.χ. που το χρέος έχει βεβαιωθεί μετά την πτώχευση και θα συνέτρεχε απαλλακτικός λόγος για το αδίκημα του α. 25 ν. 1882/90, υπάρχουν δικαστήρια που οδηγούνται σε καταδίκη θεωρώντας ότι ο άδικος χαρακτήρας και ο δόλος πρέπει να κριθούν με βάση τον χρόνο γέννησης του χρέους , παρότι τότε το χρέος δεν είχε βεβαιωθεί και άρα δεν υπήρχε ζήτημα αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του α. 25 ν.1882/90, το οποίο προϋποθέτει βεβαίωση. Με την παράκαμψη του χρόνου βεβαίωσης ως στοιχείου του χρόνου του αδικήματος (καθώς κρίσιμος χρόνος είναι η πάροδος τετραμήνου από τον χρόνο πληρωμής), ανοίγει ο δρόμος για την καταδίκη εκπροσώπων επιχειρήσεων και όταν η βεβαίωση έχει γίνει μετά την αποχώρησή τους από τις επιχειρήσεις, αλλά ακόμη και αν η βεβαίωση του χρέους έχει γίνει μετά την πτώχευση των επιχειρήσεων, σε χρόνο που τα όργανα της επιχείρησης είχαν αποστερηθεί τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αν η ποινική δίωξη της οικονομικής αποτυχίας αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό του ελληνικού δικαίου, οι ποινικές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή, ιδίως στην τρέχουσα περίοδο διαρκούς διόγκωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων, αναδεικνύονται στην πλέον έντονη περίπτωση χρησιμοποίησης του ποινικού δικαίου για εισπρακτικούς σκοπούς ή για γενικοπροληπτικές εντυπώσεις – για στόχους, δηλαδή, που απομακρύνονται από τις αξιώσεις ποινικού δικαίου να απειλείται ποινή μόνο σε πράξεις με ειδική απαξία, να είναι η ποινή ανάλογη με το αδίκημα, αλλά και να προτάσσεται η αξιολόγηση της συμπεριφοράς κάθε συγκεκριμένου κατηγορουμένου έναντι της γενικής προληπτικής λειτουργίας της ποινικής διάταξης. 

Στις περιπτώσεις αφερεγγυότητας οι αξιώσεις αυτές προϋποθέτουν την εκ μέρους του νομοθέτη –αλλά και του δικαστή- διαστολή των περιπτώσεων οικονομικής αποτυχίας από εκείνες της δολίας χρεοκοπίας. Ο ποινικός έλεγχος πρέπει να εστιασθεί στις τελευταίες και στην έρευνα του δόλου του οφειλέτη  και να αφήσει τις επιπτώσεις της άδολης οικονομικής αποτυχίας στο χώρο του εμπορικού και αστικού δικαίου. Όπως χαρακτηριστικά είπε και ο Frank Borman «Καπιταλισμός χωρίς πτώχευση είναι σαν τον Χριστιανισμό χωρίς κόλαση».

Η δυσκολία όχι μόνο του ελληνικού ποινικού νόμου, αλλά και της Νομολογίας να αποδεχθεί ότι στην ελεύθερη οικονομία δεν μπορεί να αποκλεισθεί ο κίνδυνος της ανυπαίτιας αποτυχίας και άρα της γέννησης χρεών, αντανακλάται στη στάση της Νομολογίας σε σχέση με το αν η κήρυξη της πτώχευσης και η παύση πληρωμών αίρουν τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων ή το δόλο των οφειλετών. Στο ερώτημα αυτό παρατηρείται αφενός μία γενική μετατόπιση της Νομολογίας επί το αυστηρότερο,  αφετέρου μία διαφοροποίηση της κρίσης των δικαστηρίων ανάλογα με το αδίκημα- και δη με το αν πρόκειται για καθυστέρηση καταβολής αποδοχών ή ασφαλιστικών εισφορών ή γα καθυστέρηση πληρωμής φόρων ή για έκδοση ακαλύπτων επιταγών.

Η Νομολογιακή κρίση ότι, σε περίπτωση οφειλέτη που κηρύχθηκε πτωχός, αίρεται ο δόλος του ως προς τα αδικήματα της μη καταβολής αποδοχών  και ασφαλιστικών εισφορών  για το διάστημα της ύποπτης περιόδου (ήτοι για το διάστημα μετά την ορισθείσα ημέρα παύσης πληρωμών) είναι παλαιά και παγιωμένη. Στα δικαστήρια της ουσίας παρατηρείται, ωστόσο, «σχετικοποίηση» αυτής της κρίσης, καθώς όλο και συχνότερα η παύση πληρωμών δεν κρίνεται ως λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή του δόλου του οφειλέτη, αλλά μόνο ως ελαφρυντική περίσταση.

Στο αδίκημα του α. 25 ν. 1882/90, η στάση της Νομολογίας ήταν απαρχής αυστηρότερη ως προς την παύση πληρωμών (που αναγνωριζόταν κυρίως ως ελαφρυντική περίσταση αλλά σπάνια ως λόγος άρσης του δόλου), γινόταν όμως δεκτό ότι ο δόλος του οφειλέτη αίρεται εάν το χρέος βεβαιώθηκε μετά την πτώχευση. Όπως ήδη εκτέθηκε, ακόμη και η κρίση αυτή μεταβάλλεται, καθώς μερίδα της Νομολογίας, ήδη και ο ΑΠ, μετατοπίζει τον κρίσιμο χρόνο από το χρόνο βεβαίωσης στον προγενέστερο χρόνο στον οποίον ανάγεται το χρέος . Με τον τρόπο αυτό, ακόμη και η κήρυξη της πτώχευσης εκπίπτει από αιτία άρσης του δόλου του οφειλέτη και μεταβάλλεται σε απλό συνεκτιμώμενο γεγονός που μπορεί να στηρίξει την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης των μη ταπεινών αιτίων του α. 84 παρ.2 β Π.Κ.

Ακόμη ανελαστικότερη είναι η πρόσφατη νομολογιακή στάση στο ζήτημα μεταχρονολογημένων επιταγών που εκδίδονται σε περίοδο λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά εμφανίζονται προς πληρωμή και βεβαιώνεται η μη πληρωμή τους μετά την –μεταγενέστερη- παύση πληρωμών ή και κήρυξη πτώχευσης της επιχείρησης. Στις περιπτώσεις αυτές, πολλές δικαστικές αποφάσεις κατ’ ουσίαν αντιπαρέρχονται το στοιχείο της μεταχρονολόγησης ως εάν οι επιταγές είχαν εκδοθεί κατά την αναφερόμενη επί του αξιογράφου ημεροχρονολογία , ενώ τελευταία η Νομολογία έχει την εσφαλμένη τάση να κρίνει  ότι η πτώχευση δεν επιδρά στο αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής . Κατ’ αποτέλεσμα  διώκεται ποινικά η αθέτηση πληρωμής μελλοντικής υποχρέωσης, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, οι μεταχρονολογημένες επιταγές αποτελούν κατά την οικονομική λειτουργία τους καθαρό μέσο πίστωσης – και όχι πληρωμής, όπως προϋποθέτει ο ν. 5960/33 περί επιταγής.

Η ανάγκη τροποποίησης  αυτής της ποινικής μεταχείρισης της αφερεγγυότητας με εστίαση στον δόλο και όχι στην απλή οικονομική αδυναμία θα μπορούσε να επιτευχθεί με αναγωγή στο αδίκημα της δολίας χρεοκοπίας. Μετά τη διεύρυνση και συστηματοποίηση του τελευταίου από το α. 171 Πτωχ. Κωδ., το αδίκημα αυτό απαριθμεί τις κρισιμότερες περιπτώσεις διαχειριστικού δόλου και παραπλανητικής πρόθεσης του οφειλέτη, έτσι ώστε το κατώφλι της ποινικής ρύθμισης να μπορούν να διαβούν μόνον βαριές αντιοικονομικές συμπεριφορές. Αντίθετα, σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι τέτοιο αδίκημα δεν τελέστηκε, δικαιολογείται δικαιοκρατικά η απαλλαγή και από τα τυπικά οικονομικά αδικήματα που απαριθμήσαμε. Με αυτόν τον τρόπο, το ποινικό δίκαιο θα δυνηθεί να αρθεί και στο ύψος της ηθικής αντίληψης του Καντ και της προσταγής του ότι ο άνθρωπος πρέπει πάντα να αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο. Μέχρι σήμερα, ομνύουμε μεν στην προσταγή αυτή, αλλά οι ποινικές διατάξεις και η Νομολογία των Δικαστηρίων την διαψεύδουν. Το ρίσκο και η τόλμη του επιχειρηματία εντός συνετών διαχειριστικών πλαισίων πρέπει να επιβραβεύονται, όχι να τιμωρούνται παραδειγματικά με κίνδυνο τον υπέρμετρο περιορισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της οικονομικής ανάπτυξης.