Αφερεγγυότητα-οικονομική κρίση

Η παρατεταμένη οικονομική και δημοσιονομική κρίση στη χώρα ανέτρεψε, ανάμεσα σε τόσα άλλα, και τη διάχυτη στο παρελθόν αντίληψη ότι η αφερεγγυότητα (στις επιχειρήσεις, η χρεοκοπία) ήταν αποτέλεσμα ανεντιμότητας. Καθώς η στενότητα στην αγορά έχει οδηγήσει σε απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας και δριμείες μειώσεις μισθών και συντάξεων, ενώ το κράτος –πιεζόμενο από τους δανειστές- αυξάνει συνεχώς τους φόρους, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις και νοικοκυριά περιέρχονται σε αδυναμία να τηρούν τις υποχρεώσεις τους χωρίς όμως να έχουν καμία ευθύνη.

Το οδυνηρό αυτό φαινόμενο οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι ένας άνθρωπος που ατύχησε οικονομικά δεν είναι δίκαιο να διώκεται ποινικά αν δεν έχει πραγματική και άμεση προσωπική ευθύνη. Σε απλή διατύπωση, ένα αληθινό κράτος δικαίου δεν μπορεί να φυλακίζει έναν οφειλέτη όταν αυτός δεν έχει «κλέψει». Πολλώ μάλλον, δεν είναι συμβατό με τις αρχές του ποινικού δικαίου να απειλείται με φυλάκιση κάποιος που μέχρι χθες δεν χρωστούσε τίποτε, αλλά μεταβλήθηκε σε χρεώστη εξαιτίας του αιφνίδιου πολλαπλασιασμού των φόρων που επιβάλλει το κράτος και της απότομης πτώσης του τζίρου του λόγω της οικονομικής κρίσης.

Για την ακολουθούμενη φορολογική πολιτική μπορούν να υποστηριχθούν διαφορετικές  απόψεις, ανάλογα με την ευρύτερη πολιτική αντίληψη του καθενός: οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς ισχυρίζονται ότι έπρεπε να γίνουν μεγαλύτερες περικοπές στο Δημόσιο, οι οπαδοί της δημόσιας δράσης θεωρούν ότι πρέπει να πληγεί η ιδιωτική περιουσία για την εξεύρεση κρατικών πόρων. Στο ποινικό δίκαιο, ωστόσο, δεν υπάρχει απόκλιση απόψεων: οι αρχές του κράτους δικαίου δεν ανέχονται να κολάζεται ποινικά η οικονομική αδυναμία. Όταν κανείς «πτωχεύει» χωρίς να έχει διαπράξει λαθροχειρία,  η ποινική δίωξη είναι προβληματική. Και όμως με βάση το ελληνικό δίκαιο, διώκεται κανείς ποινικά για μη πληρωμή φόρων, ασφαλιστικών εισφορών, μισθών (και αποζημιώσεων) καθώς και ακάλυπτων επιταγών – και απλώς ελπίζει να του επιβληθεί μειωμένη ποινή λόγω της αδυναμίας του..

Όπως είχα την ευκαιρία να σημειώσω και στο πρόσφατο συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Εμπορικολόγων με θέμα την αφερεγγυότητα, αν αυτή η ποινική δίωξη της οικονομικής αποτυχίας αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό του ελληνικού δικαίου, οι ποινικές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή, ιδίως στην τρέχουσα περίοδο διαρκούς διόγκωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων, αναδεικνύονται στην πλέον έντονη περίπτωση χρησιμοποίησης του ποινικού δικαίου για εισπρακτικούς σκοπούς, ιδιαίτερα με την επέκταση του αυτοφώρου για διάστημα ίσο με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Ώστε ενώ για ένα ληστή το αυτόφωρο παρέρχεται εντός του επόμενου από την πράξη 24ώρου, για κάποιον που υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις Φ.Π.Α. διαρκεί είκοσι μήνες!!! Σκοποί, δηλαδή, που απομακρύνονται από τις αξιώσεις ποινικού δικαίου να απειλείται ποινή μόνο σε πράξεις με ειδική απαξία, να είναι η ποινή ανάλογη με το αδίκημα, αλλά και να προτάσσεται η αξιολόγηση της συμπεριφοράς κάθε συγκεκριμένου κατηγορουμένου έναντι της γενικής προληπτικής λειτουργίας της ποινικής διάταξης.

Στις περιπτώσεις οικονομικής αφερεγγυότητας οι αξιώσεις αυτές προϋποθέτουν την εκ μέρους του νομοθέτη –αλλά και του δικαστή- διαστολή των περιπτώσεων οικονομικής αποτυχίας από εκείνες της δόλιας χρεωκοπίας. Η άδολη οικονομική αποτυχία δεν επιτρέπεται να οδηγεί στη φυλακή. Όχι μόνο επειδή έτσι κανείς δεν θα αναλαμβάνει οποιοδήποτε οικονομικό ρίσκο, αλλά και επειδή, όταν η φυλάκιση χρησιμοποιείται ως εισπρακτικό εργαλείο, ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε αντικείμενο. Και το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος της ηθικής αντίληψης του Καντ  περί της επιβαλλομένης αντιμετώπισης του ανθρώπου ως υποκειμένου και του συνταγματικά κατοχυρωμένου σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας…